728x90 AdSpace

Latest Articles

29 Σεπ 2015

Γιατί δε με προστάτευσες, μαμά; - Χριστίνα Καγιά - 29 Σεπ 2015




«Με λένε Αγάπη. Είμαι εννέα ετών. Η γιαγιά μου, μου είχε πει ότι η μαμά μου με ονόμασε έτσι γιατί ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε όταν με είδε. Με αγαπούσε η μαμά, το θυμάμαι. Και μια μέρα, απλά όλα άλλαξαν...


Περνούσαμε ωραία με τη μαμά κι ας ήμασταν οι δυο μας. Πηγαίναμε βόλτες και τρώγαμε παγωτό, ακόμα και το χειμώνα! Κοιμόμαστε μαζί στο κρεβάτι της και μου έκανε τα μαλλιά κοτσίδες κάθε πρωί, πριν πάω στο σχολείο. Φτιάχναμε κέικ και το τρώγαμε στον καναπέ κι ας έπεφταν τα ψιχουλάκια πάνω του, δεν την ένοιαζε.

Μπαμπά δεν έχω. Η μαμά μου έλεγε πάντα ότι δεν τον χρειαζόμαστε γιατί δε θα μας αγαπούσε. Και την πίστευα. Γιατί να μου πει η μαμά ψέματα; Και τι να τον κάνουμε; Αφού έχουμε η μία την άλλη.

Μέχρι που μια μέρα η μαμά ήρθε στο σπίτι με τον κύριο Αντώνη. Μου έδωσε το χέρι του και μου χάιδεψε τα μαλλιά. Μου έφερε και σοκολάτα. Καλός κύριος, η μαμά είπε ότι θα τον βλέπουμε συχνά.

Τον πρώτο καιρό περνούσα καλά μαζί του. Πηγαίναμε για φαγητό όλοι μαζί, με πήγαινε θέατρο και κινηματογράφο. Το μόνο που με ενοχλούσε ήταν ότι δεν μπορούσα πια να κοιμάμαι με τη μαμά, γιατί έμενε πολλές φορές στο σπίτι μας το βράδυ.

Μέχρι που μια μέρα, η μαμά μου ανακοίνωσε ότι ο κύριος Αντώνης θα έρθει να μείνει μαζί μας. Χάρηκα, γιατί τον αγαπούσα. Η μαμά είπε ότι τον αγαπάει και ότι μπορεί να γίνει ο μπαμπάς μου, αν το θέλω. Γιατί να μην το θέλω, αφού κι εκείνος είναι τόσο καλός μαζί μου;

Λίγο καιρό μετά, ήρθε κι η γιαγιά από το σπίτι! Χαρά που έκανα όταν την είδα! Όμως έφυγε γρήγορα, γιατί μάλωσε με τη μαμά, λόγω του κυρίου Αντώνη. Η μαμά της είπε ότι είναι η ζωή της κι οι επιλογές της και αν δεν της αρέσει να φύγει από το σπίτι! Η γιαγιά ήρθε και με φίλησε και μου είπε να προσέχω και να της τηλεφωνώ συχνά γιατί θα αργήσει να με δει ξανά.

Ο καιρός περνούσε. Ένα μεσημέρι γύρισα από το σχολείο κι άκουσα φωνές από το σπίτι μου. Ο κυριος Αντώνης φώναζε και η μαμά μου έκλαιγε. Μπήκα στο σπίτι τρέχοντας, φοβήθηκα ότι κάτι έχει γίνει. Είδα τη μαμά μου σε μία γωνία με κόκκινα μάτια. Ο κύριος Αντώνης μόλις με είδε ήρθε κοντά μου. Μύριζε περίεργα. 
Άκουσα τη μαμά μου να του φωνάζει και μου είπε να πάω στο δωμάτιό μου. 
Έτρεξα πάνω και κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι μου. 

Ήταν νύχτα όταν ανέβηκε η μαμά πάνω. Ξάπλωσε δίπλα μου στο πάτωμα και μιλούσαμε για ώρα. Μου είπε ότι ο κύριος Αντώνης έχασε τη δουλειά του και ότι θα πρέπει να είμαστε καλές μαζί του τώρα, γιατί ήταν πολύ στεναχωρημένος. 
Μα εγώ ήμουν πάντα καλή μαζί του, γιατί έπρεπε να μαλώσουν γι αυτό;

Ο κύριος Αντώνης άλλαξε. Φώναζε συνέχεια, ήταν πάντα νευριασμένος και μου έλεγε ότι τον ενοχλούσα. Η μαμά έλειπε πολύ από το σπίτι, έπιασε και δεύτερη δουλειά, γιατί έπρεπε, είπε.

Ένα βράδυ, κατά λάθος, έχυσα το γάλα μου. Ο κύριος Αντώνης ήρθε από πάνω μου και με έπιασε από τους ώμους. Δε θυμάμαι τι έλεγε, αλλά φώναζε τόσο δυνατά που τρόμαξα. Με έστειλε στο δωμάτιό μου και μου είπε ότι αν το πω στη μαμά, θα με δείρει. Φοβόμουν πολύ.

Λίγες μέρες μετά, χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι την ώρα που κοιμόταν. Νευρίασε τόσο που άργησα να το απαντήσω που με χαστούκισε. Έτσουζε το μάγουλό μου για ώρα. Γιατί να με χτυπήσει, αφού δεν είπα τίποτα στη μαμά μου για τις προάλλες;

Όσο περνούσε ο καιρός, νευριάζε ακόμα πιο εύκολα. Έπινε πολύ κρασί και όλη μέρα έβριζε και φώναζε. Προσπαθούσα να μην τον βλέπω όταν ήμουν σπίτι, έμενα στο δωμάτιό μου και προσπαθούσα να κρατηθώ και να μην πάω τουαλέτα γιατί αν με έβλεπε στο διάδρομο, με χτυπούσε χωρίς λόγο. 

Η μαμά μου έφευγε το ξημέρωμα και γυρνούσε αργά το βράδυ. Πολλές φορές ερχόταν στο δωμάτιό μου να με σκεπάσει κι εγώ κρυβόμουν κάτω από τα σκεπάσματα, για να μη δει τα σημάδια από τα δάχτυλά του στα μάγουλά μου. Στο σχολείο άλλαξα θέση και καθόμουν πίσω πίσω για να μη με βλέπει η δασκάλα μου και έκρυβα το πρόσωπό μου με τα χέρια μου ή με ένα μαντήλι που μου είχε πάρει δώρο η γιαγιά.

Η γιαγιά μου μου έλειπε πολύ. Ο κύριος Αντώνης δεν την άφηνε να έρχεται πλέον σπίτι και όταν έπαιρνε τηλέφωνο έπρεπε να της λέω ότι είμαι καλά. Με είδε μια μέρα στο σχολείο. Πρόσεξε το λαιμό μου που είχε σημάδια. Της είπα ότι χτύπησα στη γυμναστική.

Μετά τα χαστούκια, ήρθε και η ζώνη. Πονούσα τόσο που δε μπορούσα να κοιμηθώ ανάσκελα το βράδυ. Φοβόμουν ότι το καλοκαίρι που θα έρθει, όλοι θα δουν τα σημάδια μου και θα με κοροιδεύουν. Παρακαλούσα να μη γίνει καλοκαίρι φέτος.

Προχθές, έσπασα κατά λάθος ένα ποτήρι. Ο κύριος Αντώνης, ήρθε τρέχοντας στην κουζίνα. Είδε τα σπασμένα γυαλιά και με έπιασε από τα μαλλιά. Με τράβηξε μέχρι το σαλόνι και με χτύπησε πολύ. Τον παρακαλούσα να σταματήσει κι εκείνος με χτυπούσε περισσότερο. Στο τέλος με έσπρωξε και χτύπησα το κεφάλι μου στη γωνία του τραπεζιού με δύναμη. Έτρεχε αίμα, νομίζω λιποθύμησα. Ξύπνησα και ήμουν στο κρεβάτι μου. Το κεφάλι μου πονούσε τόσο. Ο κύριος Αντώνης στεκόταν στην πόρτα του δωματίου μου και μου είπε ότι την επόμενη φορά θα με σκοτώσει. 
Ήθελα τόσο τη μαμά μου...

Κοιμήθηκα ξανά γιατί νύσταζα. Χτες παρακάλεσα τον κύριο Αντώνη να μην πάω σχολείο γιατί ζαλιζόμουν πολύ. Μου έβαλε τις φωνές και με έσπρωξε. Πήγα. Αλλά πονούσα τόσο...

Πονάω ακόμα. Ζαλίζομαι ακόμα. Θέλω να το πω στη μαμά μου, αλλά φοβάμαι ότι θα τη χτυπήσει κι εκείνη μετά. Θα πέσω για ύπνο, ίσως μου περάσει. Καληνύχτα...»


...έκλεισα το ημερολόγιο σοκαρισμένη. Απέναντί μου, τραγική φιγούρα η μαυροφορεμένη γιαγιά. Κρατούσε στην αγκαλιά της μια κορνίζα με τη μικρή Αγάπη να χαμογελάει ξέγνοιαστη.
Δεν ήξερα τι να πω, είχε στεγνώσει το στόμα μου.
Κοίταζα μόνο τη γυναίκα αυτή, σιωπηρό μάρτυρα, να κλαίει με παράπονο.
Έχουν περάσει λίγα χρόνια, αλλά ο πόνος της, τη γέρασε απότομα.
Σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε με ενοχή. Μόνο ενοχή είχε το βλέμμα αυτό.


«Έπρεπε να είχα μιλήσει. Έπρεπε να είχα κάνει κάτι. Έπρεπε αυτός ο άγγελος να προλάβει να ανοίξει τα φτερά του... Εγώ φταίω... Εγώ...»



Χριστίνα Καγιά

Γεννήθηκα, παρόλο που για πολλά χρόνια ήμουν πεπεισμένη ότι φύτρωσα, και μεγάλωσα στην Αθήνα. Ηλικία αρνούμαι κατηγορηματικά να αποκαλύψω. Σπούδασα λογιστική, δεν είδα προκοπή, τώρα δηλώνω επιτήδεια συγγραφέας. Αγαπώ τη μουσική, την τεκίλα, τις γάτες μου και τα role-playing games. Φανατική του “από Δευτέρα...”. Βαριέμαι θανάσιμα τη ρουτίνα και είμαι πλέον πεπεισμένη ότι η ανθρωπότητα πάει κατά διαόλου. Και είμαι γκρινιάρα.

Website: iLov.gr

  • Facebook Comments
Scroll to Top