728x90 AdSpace

Latest Articles

22 Οκτ 2015

Ας ρισκάρουμε κι ας μη βγει πουθενά - momoffour - 22 Οκτ 2015


Σταθμός Λαρίσης, έντεκα το βράδυ.
Τρέχαμε σαν τις τρελές, παρέα με τη Νατάσα, μας είχε πιάσει το άγχος ότι δε θα προλάβαινε το τρένο. Ξεθεωμένη, αναμαλλιασμένη με το κινητό να χτυπάει συνεχώς κι έναν Δημήτρη να ρωτάει «Τι λέει, κορίτσια, θα φύγουμε με το πρωινό τελικά;», βγήκα από το ταξί. Έψαξα με το βλέμμα μου το χώρο, να βρω τον κοινό μας φίλο. Μου έκανε νόημα με το χέρι από μακριά. 


Και τότε σε είδα. Δίπλα του. Φορούσες ξεχειλωμένη μπλούζα Metallica και είχες ένα αστείο μουσάκι. «Ωραία, τουλάχιστον δεν είμαι μόνο εγώ σα λέτσος», σκέφτηκα κοιτάζοντας τη φόρμα που φορούσα κι έχω για τις δουλειές του σπιτιού.

Μου άπλωσες το χέρι σου με το που με είδες. «Γιάννης, χάρηκα», είπες με έναν παιδικό ενθουσιασμό. Σε «έκοψα» από πάνω μέχρι κάτω. Αδίκως μου έκανε νοήματα ο Δημήτρης από πίσω σου κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του. Το τρένο έφυγε. «Μετρό για το σπίτι;» μου είπες χαμογελώντας. Οι τέσσερις στάσεις μέχρι να κατέβεις, πέρασαν τόσο γρήγορα. Μου μιλούσες για ταινίες, σου έλεγα ότι γράφω, σου φάνηκε τρομερά ενδιαφέρον. Και μετά έφυγες...

Σε ξαναείδα λίγους μήνες μετά, μαζί με τους κοινούς μας φίλους. Μου χαμογέλασες όταν μπήκες στο καφέ και με φίλησες πεταχτά στο μάγουλο. «Τι κάνεις, κούκλα;» Κούκλα... Πόσο όμορφο ακουγόταν από τα χείλη σου. Λίγη ώρα αργότερα, μιλούσαμε σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Και τότε μπήκε εκείνη μέσα. Σε πλησίασε και σε φίλησε. «Μωρό μου, να σου συστήσω τη Χριστίνα. Χριστίνα, η Ναταλία, η κοπέλα μου...» Έμεινα να την κοιτάζω, χωρίς να βγαζω λέξη. Η ποια; Οι τοίχοι του καφέ έκλειναν ασφυκτικά και πνιγόμουν από την έλλειψη αέρα. Κατάφερα να ψελλίσω ένα «χάρηκα» και να προτείνω ένα χέρι σαν κούτσουρο. Το έχανα το παιχνίδι, πριν καλά καλά ξεκινήσω να παίζω...

Έπρεπε να βρω τρόπο να είμαι κοντά σου. Χωρίς να απειλήσω την ευτυχία και την αρμονία της σχέσης σου. Έσπαγα το κεφάλι μου. Πιστός μου σύμμαχος και αποδέκτης του πόνου μου, ο Δημήτρης. «Τον θέλω», έλεγα κλαίγοντας τα βράδια που περνούσα στον καναπέ του σε εκείνο το άθλιο ημιυπόγειο στους Αμπελοκήπους. «Ρε Χριστινάκι, είναι αλλού. Και την αγαπάει...», προσπαθούσε αδίκως να με προσγειώσει εκείνος. Το είχα πάρει απόφαση. Θα γινόμουν η καλύτερή σου φίλη, θα σε έκανα να με έχεις ανάγκη στη ζωή σου. Μου αρκούσε. Έτσι νόμιζα...

Κι όντως το έκανα. Ξεκινήσαμε να μιλάμε με τις ώρες για το μεγάλο μας κοινό- είχαμε μόλις χάσει κι οι δύο τα στηρίγματά μας, τους πατεράδες μας. Ώρες ατελείωτες συζητήσεων και αναμνήσεων, πρωινά που μας έβρισκαν παρέα, με άδεια μπουκάλια ποτό, να μιλάμε για το πόσο μόνοι νιώθουμε. Με είχες πλέον ανάγκη. Το ίδιο κι εγώ.

Όπως ήταν φυσικό, η κοπέλα σου δεν έβλεπε αυτή τη σχέση που αναπτύσσαμε, με καλό μάτι. Προσπάθησε να μπει ανάμεσά μας, να βάλει λόγια για να δηλητηριάσει τη φιλία μας, αλλά αυτό που είχαμε αναπτύξει ήταν πιο δυνατό και πάντα μας έβγαζε νικητές.

«Δημήτρη εγώ μια μέρα αυτόν θα τον παντρευτώ», του είχα πει στον κινηματογράφο που δουλεύατε, ένα βράδυ. «Καλή τύχη με αυτό» μου 'πε γελώντας και γέμισε ένα ποτήρι με κόκα κόλα. Ήταν τετελεσμένο. Θα γινόσουν δικός μου. Μόνο δικός μου.

Ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη τα άλλαξε όλα. Έμαθα ότι θα πας να δεις τον Δημήτρη. Δήλωσα ευθαρσώς ότι θα έρθω κι εγώ. Το τριήμερο ήταν σαν όλα τα άλλα που περνούσαμε παρέα, αλλά η επιστροφή καταλυτική. Με φίλησες μέσα στο τρένο. Δεν είχα νιώσει ποτέ άλλοτε να μου κόβονται τα πόδια και να παγώνει η ραχοκοκκαλιά μου. Μέχρι τότε... «Δεν είναι σωστό», είπα και συμφώνησες. Ήλπιζα να μην είχες συμφωνήσει. Στο μετρό ήσουν αμήχανος, το ίδιο κι εγώ. Ευχόμουν να μου πεις να μην πάω για δουλειά και να έρθω σπίτι σου. Δεν το έκανες. Το σεβάστηκα. Και συνέχισα να είμαι μια καλή σου φίλη.

Ο καιρός πέρασε, η Ναταλία έφυγε, ήρθε ο Γιώργος στη ζωή μου. Ο έρωτας που με ταρακούνησε. Παράτησα σπίτι, φίλους κι εσένα και έφυγα να μείνω μαζί του στην επαρχία. Ξέρεις, δε θα το έκανα, αν δε φοβόμουν την μετάβαση από φίλη σου σε κάτι παραπάνω. Κι όμως. Τρομοκρατήθηκα και το έβαλα στα πόδια. Αυτό για το οποίο πάντα με κορόιδευες και με έλεγες «κότα».

Πέρασαν δυο χρόνια. Ήρθε μια άλλη γυναίκα στη ζωή σου, ο Γιώργος έφυγε, το ίδιο κι εκείνη. Ήρθε ο στρατός να μας χωρίσει για ακόμα μια φορά. Πλέον ήξερα ότι με ήθελες κι εσύ. Πλέον τα πράγματα θα άλλαζαν. Παρασκευή μεσημέρι ήρθε το μήνυμά σου: «Ψήνεσαι να έρθεις στο νησί από απόψε μέχρι Κυριακή πρωί;» Με τέσταρες, με δοκίμαζες. Σοκαρίστηκες, θυμάμαι, όταν σε πήρα τηλέφωνο από το αεροδρόμιο του νησιού λίγες ώρες μετά και σου είπα να έρθεις να με πάρεις.

Κι άλλη αμηχανία. Με πήγες σε εκείνο το γραφικό κουτουκάκι, κοντά στο πατρικό σου. Η ατμόσφαιρα τόσο ηλεκτρισμένη. Δε μιλούσαμε για ώρα. Κοίταζα έξω τον πεζόδρομο και σκεφτόμουν πόσο θα ήθελα μια μέρα να τον περπατάμε χέρι χέρι, με ένα μελαχρινό πιτσιρίκι ανάμεσά μας. Με ρώτησες τι σκέφτομαι. Στο είπα και χαμογέλασες.

Κάναμε έρωτα πρώτη φορά εκείνο το βράδυ. Ήταν περίεργο. Αγχωνόσουν γιατί ήθελες να είναι τέλειο. Δεν ήταν. Δε με ένοιαζε όμως, γιατί κοιμήθηκα στην αγκαλιά σου. Κι εκεί ξύπνησα. Περάσαμε όλο το Σάββατο αγκαλιά στο κρεβάτι. Κυριακή πρωί σε αποχαιρέτησα στη στάση του λεωφορείο και πήρα το δρόμο της επιστροφής. Ήξερα ότι το επόμενο ταξίδι δε θα αργούσε.

Έξι μήνες πέρασαν έτσι. Έξι μήνες ταξίδια, έξι μήνες ευκαιριακής αγάπης του σαββατοκύριακου και πολλών μηνυμάτων αγάπης και πόθου. Απολύθηκες. Οι πρώτες μας διακοπές μαζί. Μου δήλωσες περιχαρής την ώρα που σε έσκιζα στο τάβλι ότι θα έρθεις να εγκατασταθείς πάλι Αθήνα. Για να είμαστε μαζί. Σου είπα πρώτη φορά «σ'αγαπώ», χύνοντας τον καφέ πάνω σου. Γέλασες. Αχ, αυτό το γέλιο σου...

Ήρθες. Και τότε ξεκίνησαν τα δύσκολα. Πολλές ώρες μαζί. Καβγάδες. Νεύρα. «Δεν πάει άλλο», σου είπα ένα βράδυ, μαζεύοντας από το σπίτι σου όσα πράγματα είχα. Έφυγα. Δε με κυνήγησες. Περίμενα κάτω από το σπίτι σου στη στάση για δύο ώρες. Το τέλος;

Τα νέα ήρθαν να μας ταράξουν δυο μέρες μετά. Μια εγκυμοσύνη. Από το πουθενά. Σοκ. «Γιάννη θα το κρατήσω, μόνη μου» σου είπα, προσπαθώντας να σε γλιτώσω από μια άβολη κατάσταση. «Ή μαζί ή τίποτα» μου είπες. Και το κρατήσαμε. Μαζί. Ζόρικη εγκυμοσύνη, αλλά ήσουν κοντά μου. Αγκαλιά στον καναπέ τα βράδια, σκεφτόμουν πόσο λάθος έκανα. Σε αγαπούσα.

Και ήρθε το μωρό μας. Και σε αγάπησα ακόμα περισσότερο. Όλη μου η παλιά άστατη ζωή έμεινε πίσω. Ζούσα για εσάς. Την οικογένειά μου. Περπατήσαμε και στον πεζόδρομο χέρι-χέρι με το πιτσιρίκι μας ανάμεσά μας. Μέχρι που αναγκάστηκες να φύγεις για το νησί, σε απέλυσαν. Μόνος σου εσύ εκεί, μόνη με το παιδί εγώ εδώ, να προσπαθώ να μαζέψω τα ασυμμάζευτα. Κι εκεί έσπασε, μωρό μου. Εκεί χαθήκαμε. Γύρισες και το παλέψαμε, αλλά το γυαλί είχε ραγίσει.

Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε. Δεν μπορώ να σε αποβάλλω από τη ζωή μου. Δεν μπορώ να σε διώξω καν από το σπίτι μας. «Συγκάτοικοι», δηλώνουμε στους φίλους μας και προσπαθούμε να φτιάξουμε ξανά τις ζωές μας. Τις περισσότερες φορές, όμως, σαμποτάρουμε οι ίδιοι τις σχέσεις μας, επινοώντας ηλίθιες δικαιολογίες για να προσπαθήσουμε «ακόμα μια φορά». Κι ας μη μας βγαίνει.

Δεν ξέρω πού θα καταλήξουμε, δεν ξέρω πόσο θα αντέξουμε έτσι ακόμα αυτά τα on/offs, το μόνο που ξέρω, αγάπη μου, είναι πως ό,τι κι αν γίνει, εγώ το βράδυ δεν μπορώ να κοιμηθώ χωρίς να μπλέξω τα πόδια μου με τα δικά σου...



  • Facebook Comments
Scroll to Top