Δεν μπορείς να λέγεσαι άνθρωπος αν δεν έχεις πάθη κι εθισμό σε κάτι.
Ως ανθρώπινο ον, λοιπόν, το παραδέχομαι πως ένας απʾ τους μεγαλύτερους
εθισμούς μου είναι το τσιγάρο.
Καπνίζω σαν φουγάρο με τον καφέ, το φαγητό, το ποτό, το γλυκό, το
αλμυρό, το ξινό, το πικρό, πριν το σεξ και μετά το σεξ.
Κυρίως καπνίζω στο σπίτι μου όταν είμαι αραχτή και χαλαρή, βλέποντας ταινία
ή κάνοντας δουλειά στον υπολογιστή.
Ακόμα και τώρα που γράφω στο ένα μου χέρι κρατάω το στριφτό Καρέλια μου με
το ροζ χαρτάκι του παππού.
Γιατί τα πάθη κι οι εθισμοί πρέπει να έχουν στιλ!
Όταν μου λένε πως δεν μπορώ να καπνίσω κάπου, αυτομάτως το κεφάλι μου
γυρνάει σαν του κοριτσιού από τον εξορκιστή.
Το τσιγάρο για τους καπνιστές είναι μια απόλαυση που μόνο οι ίδιοι μπορούν
να καταλάβουν.
Είναι κάτι ανάμεσα σε σεξ και σοκολάτα κι όταν προσπαθείς να τους το
στερήσεις, είναι σαν να παίρνεις από ένα τρίχρονο το γλυκό μέσα απʾ τα χέρια
του.
Σέβομαι τους αντικαπνιστές αλλά πιο πολύ σέβομαι τον εαυτό μου και τις επιθυμίες
μου. Δεν μπορείς να έρθεις στο σπίτι μου και να μου πεις να μην καπνίζω. Δικό
μου είναι κι άμα λάχει το κάνω και τεκέ.
Το μόνο σίγουρο είναι πως δε θα την βγάλω στο μπαλκόνι για χάρη σου.
Μια φορά μόνο δέχτηκα να υποχωρήσω και το μετάνιωσα. Κάπνιζα κάτω απʾ τον
απορροφητήρα της κουζίνας και στο μπαλκόνι στους -2 βαθμούς, λες κι είχα καμιά
λεχώνα στο σπίτι (γκόμενο είχα κι αυτό ήταν χειρότερο).
Ε, όχι! Ρε φίλε, αυτό είναι καταπίεση. Ποτέ ξανά και για κανέναν.
Ο χώρος μου λέγεται «χώρος μου» γιʾ αυτόν τον λόγο. Για να μπορώ να κάνω
εκεί μέσα ό,τι θέλω.
Βέβαια, υπάρχουν κι εξωτερικοί χώροι που, πλέον, εδώ κι αρκετό καιρό
απαγορεύεται το κάπνισμα.
Είπαμε και ʾμεις να γίνουμε εξωτερικό. Και τι καταλάβαμε;
Απαγορεύτηκε το κάπνισμα στους εσωτερικούς χώρους ορισμένων καταστημάτων κι
έτσι καταλήξαμε να πηγαίνουμε για καφέ, ποτό και να τη βγάζουμε στο πεζοδρόμιο
για να κάτσουν μέσα οι δέκα αντικαπνιστές. Όλοι οι υπόλοιποι είμαστε αγκαζέ με
τσάντες, τσιγάρα και ποτήρια έξω.
Βασανίστε μας κι άλλο. Μπορείτε!
Ή το άλλο! Πηγαίνεις σʾ ένα εστιατόριο να φας και βγαίνεις έξω για να
καπνίσεις.
Πατάς πάλι το πόδι σου εκεί; Αμ, δε!
Σκέψου τώρα να έχεις χωρίσει, ρε παιδί μου. Να έχεις το ντέρτι μέσα στην
καρδιά, να θες να πας στα μπουζούκια να τα σπάσεις, να πιεις όλον τον Βόσπορο,
να κλάψεις, να χτυπηθείς και να μην μπορείς να συνοδεύσεις τον νταλκά σου με δυο
πακέτα.
Πάτε καλά, ρε; Γίνεται μπουζούκι, ντέρτι και καημός χωρίς τσιγάρο;
Έλα λίγο να σου πω. Εδώ είμαστε Ελλάδα! Δεν μπορείς να συνδυάσεις
διασκέδαση χωρίς τσιγάρο.
Απλά δε γίνεται!
Αυτό που με εξοργίζει, όμως, πιο πολύ, είναι που κάθε φορά που θα βρεθώ σε
στάση λεωφορείου και θα κάνω το τσιγάρο της αναμονής, με κοιτάνε κάτι θείες και
κάτι άλλοι εκεί περίεργοι που δεν καπνίζουν ενοχλημένοι.
Δε με παρατάτε λέω εγώ; Σʾ εξωτερικό χώρο είμαι! Συγκεκριμένα στον δρόμο.
Αυτό που ξέρω είναι πως ζω στην Ελλάδα. Ούτε στην Γερμανία, ούτε στην
Αγγλία, ούτε σε κάποια νερόβραστη χώρα του εξωτερικού.
Όσο, λοιπόν, μένω Ελλάδα θα καπνίζω όπου θέλω!