Κάπου, κάποια στιγμή, είχα
διαβάσει πως ένα ζευγάρι απʾ τα πρώτα πέντε λεπτά που θα συναντηθεί, ξέρει ακριβώς
τι πρόκειται να γίνει μεταξύ τους.
Ποτέ δεν άκουσα απʾ τα χείλη σου
ό,τι, μέχρι τότε, είχα συνηθίσει, όμως παρέμεινα.
Ίσως γιατί αυτό το βλέμμα που το
συναντάω ακόμη και σήμερα μετά από τόσα χρόνια, βαθιά μέσα του λέει όσα τα
χείλη σου δε θα πουν ποτέ.
Απʾ τη μία μʾ έσφιγγες μʾ όση
δύναμη είχες στην αγκαλιά σου, λες και φοβόσουν πως από στιγμή σε στιγμή θα σηκωθώ
να φύγω, κι απʾ την άλλη απέφευγες με μανία την αγκαλιά μου, λες και είχα
κάποια κολλητική αρρώστια.
Μία μου τηλεφωνούσες αργά το
βράδυ, λέγοντας πως δεν μπορείς μακριά μου, και μία αρνιόσουν πεισματικά να
κοιμηθούμε μαζί δυο βράδια συνεχόμενα.
Ήσουν μέσα στη ζωή μου κι εγώ στη
δική σου, όμως επέμενες να φωνάζεις πως είσαι μόνος.
Ήσουν η θάλασσα κι ήμουν τα
βράχια. Θάλασσα γαλήνια κι αλλά και φουρτουνιασμένη που, ξαφνικά, χτυπάει με μανία τʾ άγρια κύματά της, επάνω τους.
Ήταν εκείνο το ζεστό και ντροπαλό
βλέμμα, η τρυφερή αγκαλιά, ο τρόπος που έμπλεκες τα πόδια σου στα δικά μου το
βράδυ και με ζέσταινες; Δεν ξέρω τι απʾ όλα. Ξέρω μόνο πως ήμουν πολύ
ερωτευμένη μαζί σου και πως, βαθιά μέσα μου, ένιωθα πως αυτό ήταν αμοιβαίο.
Φεύγεις κι έρχεσαι. Πλησιάζουμε πολύ κοντά, αφήνεσαι για
λίγο και πάλι ξαφνικά, θέλεις να φύγεις.
Στεναχώριες, καβγάδες, χωρισμοί,
λόγια που πονάνε, ατελείωτα κι ένα τεράστιο βάρος στο στήθος, κάθε που ήμασταν
χώρια ή που ένιωθα πως δεν είσαι καλά.
Κι έπειτα, επανασυνδέσεις γεμάτες
πάθος, έρωτα και στιγμές μοναδικής ένωσης. Στιγμές που ένιωθα πως ήμασταν
ένα μέσα στον δικό μας φανταστικό μικρόκοσμο.
Αυτή ήταν
η ζωή μου στα τρία χρόνια που ήμουν μαζί σου. Αυτήν επέλεξα κι απʾ αυτήν δε
θέλησα να φύγω ποτέ, όσο εύκολο κι αν μου το έκανες.
Έγινες αναπόσπαστο κομμάτι της
ζωής μου κι αρνιόμουν να αφήσω αυτό νʾ αλλάξει.
Κάτι στο βλέμμα σου, στην έκφραση
του προσώπου σου μου έλεγε να μην ακούω τα λόγια σου. Να μην κρίνω απʾ τα νεύρα
σου, να προσπαθώ να παραβλέπω τη δήθεν αδιαφορία σου κι απλώς να μένω εκεί.
Μόνο και μόνο για να σου δίνω όση
περισσότερη αγάπη μπορώ, να σε κοιτάζω στα μάτια και να σʾ αγκαλιάζω σφιχτά τις
λίγες φορές που μʾ άφηνες, με την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα κατάφερνα να
σπάσω τον φράχτη που σε κρατούσε μακριά μου.
Κι όμως φτάσαμε
εδώ. Έχει
περάσει σχεδόν ένας μήνας απʾ τον τελευταίο κι οριστικό χωρισμό μας, αλλά μου
λείπεις αφόρητα.
Τα βράδια με βρίσκουν μόνη νʾ
αναπολώ στιγμές και εικόνες σου. Να ελπίζω σε ένα τηλεφώνημα σου.
Όμως, η ζωή συνεχίζεται και
μερικές φορές απροσδόκητα. Συμβαίνουν απίστευτα πράγματα σε στιγμές που τα έχουμε ανάγκη όσο οτιδήποτε
άλλο.
Μια μέρα
με πήραν τηλέφωνο στο σπίτι. Ήμουν η μοναδική τυχερή, ανάμεσα σʾ εκατομμύρια
συνδρομητές κινητής τηλεφωνίας, κερδίζοντας ένα υπέροχο τριήμερο στη Βενετία.
Δεν μπορούσα να πιστέψω στην τύχη μου.
Ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόμουν. Μακριά απʾ
όλους και απʾ όλα. Μακριά απʾ τη σκέψη σου και την προσδοκία να γυρίσεις.
Οι όροι ήταν σαφείς. Όλα
πληρωμένα κι η μοναδική απαίτηση της εταιρίας, ήταν να παρευρεθώ το Σάββατο
στις 20:00 κάτω απʾ τη γέφυρα των στεναγμών για μία φωτογραφία που θʾ ανέβαινε
στην σελίδα τους.
«Άκου, Γέφυρα των Στεναγμών! Και τι θα κάνω εκεί; Θα κάτσω να κλάψω
και νʾ αφήσω τους στεναγμούς μου;»
Αστείο μου φάνηκε, γέλασα λιγάκι,
αλλά δε βαριέσαι;
Λες να ήταν ένα σημάδι πως έπρεπε
κάπου να παρατήσω επιτέλους τους στεναγμούς μου και να συνεχίσω την ζωή μου; Αλλά απʾ την άλλη, δε μου έφτανε ολόκληρη Αθήνα; Χρειαζόταν να πάω και στην Βενετία νʾ
αναστενάξω;
Ξαναγέλασα και φυσικά δέχτηκα..
Ένα πανέμορφο μέρος με γονδολιέρηδες
να τραγουδούν μελωδικά, πηγαίνοντας τους επισκέπτες βόλτα στα υπέροχα βενετσιάνικα
κανάλια.
Σπιτάκια σκορπισμένα παντού, σχεδόν
βουτηγμένα στα νερά τους κι αμέτρητες γέφυρες, η κάθε μία κουβαλώντας τη δική
της ιστορία.
Ένα μέρος απαράμιλλης ομορφιάς,
τόσο υπέροχο και ρομαντικό.
Τυλιγμένη σ ένα αδιόρατο πέπλο μελαγχολίας σκεφτόμουν
γιατί να μην είσαι εδώ.
Ναι, όπως και να το κάνουμε είναι
ένα μέρος για ερωτευμένους.
Σάββατο 6 Φεβρουαρίου κάτω απʾ
την Γέφυρα των Στεναγμών και το ρολόι δείχνει οχτώ παρά δέκα.
Έχω δέκα λεπτά νʾ αναπολήσω.
Να σκεφτώ τι θʾ αφήσω πίσω, τι θα
κρατήσω για το δρόμο μου και τι έμαθα μέσα απʾ όλο αυτό που έζησα μαζί σου.
Τις
σκέψεις μου διακόπτει η φωνή του φωτογράφου που ρωτάει αν είμαι η κυρία
Σταθοπούλου.
Απαντάω
καταφατικά και μου λέει: «Πριν το φεγγάρι αγγίξει τα νερά, αγκαλιαστείτε ώστε νʾ
αποτυπώσω την ωραιότερη στιγμή της ζωής σας».
Καλέ σʾ εμένα μιλάει;
«Με ποιον να αγκαλιαστώ, καλέ μου
άνθρωπε;» τον ρωτάω, «δε
βλέπεις πως είμαι μόνη σαν το λεμόνι;»
Το κορμί μου ανατριχιάζει, ένα
ρίγος διαπερνάει την ραχοκοκαλιά μου απʾ άκρη σʾ άκρη και μια γνώριμη φωνή μου
κόβει την ανάσα.
«Ποτέ δεν ήσουν μόνη. Ήμουν,
είμαι και θα μείνω για πάντα δίπλα σου», μου ψιθύρισε.
Γύρισα κι αντίκρισα εκείνο το
γνώριμο βλέμμα που τόσο αγαπούσα! Μου έπιασες το χέρι κι αδέξια
προσπάθησες να μου περάσεις ένα δαχτυλίδι.
Ένα δαχτυλίδι, όχι από εκείνα τα
μεγάλα φανταχτερά με τις κοτρόνες, που ξέρεις πως δε μου αρέσουν. Ένα μικρό, απλό, όμορφο δαχτυλίδι από
εκείνα που απλώς συμβολίζουν.
Από εκείνα που μόνο εγώ κι εσύ
ξέρουμε τι σημαίνουν.
Που μέσα κλείνει ολόκληρη την ζωή
μας. Τις καλές κι όμορφες στιγμές μας, τους καβγάδες, τους χωρισμούς και τις
επανασυνδέσεις μας. Το μίσος και την αγάπη μας.
Δε σου μίλησα, δε σου απάντησα
καν, αφού στην ουσία δεν με ρώτησες ούτε εσύ. Τελικά και οι δυο, δεν το έχουμε
με τα λόγια.
Έσκυψες απλώς προς το μέρος μου
και με τράβηξες στην αγκαλιά σου, φιλώντας με δίχως τέλος. Φιλώντας με, με
αποδοχή, για πρώτη φορά!
Ήταν η στιγμή που αποτύπωσε ο
φωτογράφος και που θα έμενε για πάντα χαραγμένη στις ψυχές μας.
Και η ζωή
μας άλλαξε τελείως από εκεί και έπειτα.
Δεν υπάρχουν πλέον χωρισμοί, δεν
υπάρχει φόβος, δεν υπάρχει «δε θέλω», δεν υπάρχει «δεν μπορώ».
Υπάρχει, όμως, αγάπη, υπάρχουν
αμέτρητες αγκαλιές και φιλιά, άπειρες συζητήσεις στον καναπέ και φυσικά ερωτικά
καβγαδάκια.
Όμως εμείς μαζί.
Και έτσι φτάσαμε ως εδώ.
Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ένα
καστανόξανθο αγγελάκι με καταπράσινα μάτια και με τα χειλάκια του μπαμπά του,
έκανε την πρώτη του εμφάνιση.
Ήσουν ο πρώτος που τον πήρες
αγκαλιά αι έμεινες εκεί, να τον κοιτάζεις αμίλητος με μάτια βουρκωμένα από
συγκίνηση, μην μπορώντας να πιστέψεις το θαύμα που ζούσες.
Ένα κομμάτι από σένα κι από μένα
είχε πάρει μορφή, και μαζί το βλέπαμε καθημερινά να μεγαλώνει και να μας δίνει
τόση ευτυχία που ποτέ δεν είχε φανταστεί κανένας απʾ τους δύο μας πως θα ζούσε.
Έχω, πλέον, ότι ονειρεύτηκα και
με κάνεις ακόμη πιο ευτυχισμένη, εκφράζοντας μου καθημερινά την αγάπη σου.
Έρχονται εκείνες οι φορές, τόσα
χρόνια μετά, που πιάνω τον εαυτό μου να σε κοιτάζω και πραγματικά λάμπω από
χαρά και αγάπη.
Τελικά εξακολουθώ να σε λατρεύω όπως
την πρώτη μέρα!
Αν κάποια
στιγμή γυρίσω τον χρόνο πίσω και σκεφτώ τι πέρασα και πόσο αγωνίστηκα για όλο
αυτό, ένα μόνο θα πω:
Άξιζε!
Γιατί παρόλο που χρειάστηκε να
σκάψω πολύ βαθιά, ο θησαυρός που βρήκα στο τέλος είναι ακριβώς αυτό που είχα
ονειρευτεί εκείνα τα πρώτα πέντε λεπτά πολλά χρόνια πριν!