Είναι βράδυ, λίγο μετά τις εντεκάμιση. Βαλαωρίτου, σε (όχι και τόσο) γνωστό μπαράκι. Ύποπτες φυσιογνωμίες, γνωστοί-άγνωστοι της νύχτας, άγιοι και μαχαιροβγάλτες.
Μα, πάνω
στο μπαρ, εκεί κοντά στον dj,
ούτε τρία μέτρα μακριά απ’ το τραπέζι μου, κάτι φαίνεται λίγο διαφορετικό. Μία
παρέα που δεν την έχω ξαναδεί, ούτε εγώ ούτε οι άλλοι δύο «γύπες» που
απαρτίζουν τη σχετικά σταθερή μου παρέα.
«Τι είναι
αυτά, ρε;» ρωτάω με το φρύδι ανασηκωμένο. «Αυτά έχουν βγει για κυνήγι…» μου
απαντάει ο γύπας Α «…στάζει το μάτι τους αίμα».
Ο γύπας Β
χαζεύει κι εκείνος το θέαμα. Δύο γυναίκες καθισμένες πλάγια στο μπαρ, μπροστά
τους από ένα ποτήρι κόκκινο κρασί που έμοιαζε με κεχριμπάρι στο λιγοστό άλικο
φως της μικρής μπυραρίας.
Κάθε
προσπάθεια να τις περιγράψει κανείς θα τις αδικούσε. Η μία, ξανθιά, με άσπρο
πουκάμισο, μαύρο κολάν και απροσδιορίστου ύψους παπούτσια. Η άλλη, μελαχρινή,
με μαύρο φόρεμα και μάτια που σε ζάλιζαν.
Και δε σε
ζάλιζαν μόνο τα μάτια.
Α, και
κοτσίδα. Ω, θεοί. «Γιατί ρε κορίτσι μου κοτσίδα; Θες να 'χουμε άλλα;» σκέφτηκα.
Κάνω πολύ λάθος σκέψεις (με κόκκινο σηματάκι στην πάνω δεξιά γωνία της οθόνης)
όταν βλέπω κοτσίδα, η αλήθεια είναι. Αλλά άλλο άρθρο εκείνο.
Πολύ,
πάρα πολύ σημαντική λεπτομέρεια. Δεν ήταν όμορφες, τουλάχιστον όχι από τη
«μοντέλες» άποψη. Ήταν όμως εντυπωσιακές. Αρκετά εντυπωσιακές.
Τα ραντάρ
τους ήταν ανοιχτά, τα μάτια τους έκαναν βόλτες στο μαγαζί σαν πρωτάρης
σερβιτόρος. Δεν κοιτούσαν για ώρα, αλλά εκεί όπου κοιτούσαν ένιωθες τη θερμοκρασία
ξαφνικά να ανεβαίνει.
Γύπες
εμείς, αγριόγατες εκείνες.
Όσοι με
γνωρίζουν, ξέρουν ότι δεν κολλάω συχνά το βλέμμα μου κάπου. Αλλά εκεί μιλούσαμε
για φαινόμενο σπάνιο. Η ιστορία συνεχίζεται με το εξής δρώμενο:
Σε
απόσταση μικρότερη του ενός σκαμπό από εκείνες (αν και το μαγαζί δεν ήταν ούτε
στο ελάχιστο γεμάτο) είχαν καθίσει δύο παλικάρια και έπιναν μπύρες. Παραδόξως,
δεν είχαν αντιληφθεί επακριβώς το τι είχαν ακριβώς δίπλα τους, παρ’ όλα τα
τριγύρω βλέμματα.
Ίσως
είχαν πιεί λίγο, ίσως ήταν η ώρα προχωρημένη, ίσως ήταν απλά τραχανάδες (όπως
μ’ αρέσει να θεωρώ εσφαλμένα επειδή σε τέτοια θέματα είμαι ένας κακός, κακός
άνθρωπος και η λέξη μου αρέσει πολύ) οπότε δεν είχαν καν γυρίσει το κεφάλι προς
το μέρος των δύο γυναικών.
Ίσως να
μην ήθελαν, εκεί πάω πάσο. Έλα όμως που εκείνες δεν πήγαν πάσο!
Αν και
δεν ακουγόταν πολύ καθαρά, ο διάλογος ξεκίνησε όταν η ξανθιά, η οποία είχε λίγο
περισσότερο το στυλ του «alpha» (ο «άλφα» είναι ο ηγέτης της αγέλης, ο πιο
δυνατός/κατάλληλος, και έπειτα ακολουθούν οι υπόλοιποι) ζήτησε φωτιά απ’ τον
ένα εκ των δύο παλικαριών.
Κατ’
αντιστοιχία, κι εκείνος ήταν ανάμεσα στους δύο ο «alpha», καθώς ο άλλος
φαινόταν πιο σκυφτός, «μικρότερος» και ίσως λίγο συνοδευτικός. Κάτι σαν τον «plus one» σε ένα γάμο, φανταστείτε.
«Και
αυτός παίζει να φάει το μελαχρινό ρε φίλε, θα τρελαθώ», δήλωσε ο γύπας Α,
δαγκώνοντας τη γροθιά του. «Ας πήγαινες εσύ», συμπλήρωσα ατάραχος. Άλλωστε είχε
μόλις δοθεί το σφύριγμα της έναρξης – μπορεί να έληγε και ισοπαλία, όλα ήταν
πιθανά…
Η ξανθιά
είχε γυρίσει προς το μέρος του alpha,
ίσα ίσα όμως για να του μιλάει πάνω απ’ τον ώμο της. Ωραία κίνηση, σκέφτηκα.
Σου δίνω τόσα ώστε να σου κρατήσω το ενδιαφέρον, αλλά είμαι ανά πάσα στιγμή
έτοιμη να φύγω…
Οπότε
πρέπει να κάνεις παιχνίδι. Έπαιζε με τα μαλλιά της, χαμογελούσε και γενικότερα
έδινε σήματα ότι «ρολάρει το πράμα».
Εύγε.
Όχι, εύγε!
Αλλά η
μεγάλη ντρίπλα ήρθε από το μελαχρινό με την κοτσίδα. Εκεί θέλησα να σηκωθώ και
να χειροκροτήσω. Γυρίζοντας απ’ την τουαλέτα, και έχοντας πολλά, πολλά βλέμματα
πάνω της, στάθηκε όρθια δίπλα στη φίλη της, και σε απόσταση πλέον αρκετά
μικρότερη από τον «beta» - το φίλο του πρώτου.
Της
μιλούσε αλλά κρατούσε οπτική επαφή με το φίλο, ο οποίος μάλλον ήταν λίγο έξω
απ’ τα νερά του. Κάποια στιγμή, πιάστηκε από κάτι – ίσως το κινητό του – και
του έπιασε κανονικά την κουβέντα.
«Αυτές οι
δύο το 'χουν στάνταρ ξανακάνει αυτό», μονολόγησα, κάτι που βρήκε σύμφωνους και
τους άλλους δύο.
Με τα
πολλά, οι δύο τύποι στο μπαρ είχαν μία εξαιρετική ευκαιρία να περάσουν τη
βραδιά τους με τις «αγριόγατες», αλλά όπως φάνηκε, κάπου χάλασε το πράγμα,
καθώς οι κυρίες έφυγαν μόνες τους μετά από μισή περίπου ώρα.
Αλλά όχι
πριν κάνουν ένα καταπληκτικό σεμινάριο στο πώς μπορεί μία γυναίκα να ξεκινήσει
μία γνωριμία σε ένα μπαρ, να διατηρήσει το ενδιαφέρον, και πρακτικά, να
«παίξει» ακριβώς με τον τρόπο που θέλει, αρκεί βεβαίως να βρει τον κατάλληλο
αποδέκτη του φλερτ της.
Εν
προκειμένω, οι δύο φίλοι μας στο μπαρ πιθανότατα δεν κατάλαβαν καν ότι η κυρία
τους προσέγγισε με σκοπό πονηρό, και κατ’ επέκταση, έμειναν ξέρετε με τι στο
χέρι.
Δεν είναι
σπάνιο το να ξέρει μία γυναίκα να παίξει με ωραίο τρόπο, και προσωπικά χαίρομαι
να βλέπω το φλερτ να γίνεται και αμφίδρομα.
Όχι με τη
λογική του «φιλαράκι να κεράσω ένα ποτό;» αλλά με το να κινήσει το ενδιαφέρον,
να εξάψει την περιέργεια και να αναγκάσει ουσιαστικά τον άλλον να της «την
πέσει».
Απαιτεί
μυαλό η διαδικασία αυτή και μεράκι. Και φυσικά, απαιτεί ο λήπτης αυτής της
προσέγγισης να είναι αντίστοιχα «σπίρτο» για να μην αφήσει μία τέτοια ευκαιρία
να πάει χαμένη…
Τη
γυναίκα player να την ψάξετε. Κι αν δεν τη βρείτε
εσείς, trust me, θα σας βρει εκείνη!
Till next
time…