Σάββατο πάλι και βρέθηκε να τα πίνει ξαπλωμένος στον καναπέ, κοιτώντας μία το ταβάνι και μία το κενό. Τα μισούσε τα Σάββατα. Του θύμιζαν εκείνη την καταραμένη μέρα που αναγκάστηκε να την αφήσει να φύγει. Δεν μπορούσε, όμως, να κάνει αλλιώς και το ήξερε.
Είχε περάσει καιρός απ᾽ την τελευταία φορά που την είδε,
που την άγγιξε και μύρισε το άρωμά της. Ήξερε πως πρέπει να προχωρήσει και να
την αφήσει στο παρελθόν, αλλά δεν μπορούσε. Κάθε φορά που ξεκινούσε κάτι
καινούργιο, πάντα τον στοίχειωνε η παρουσία της.
Έτσι, κατέληξε να μείνει μόνος να παλέψει με τους
δαίμονές του. Ήθελε χρόνο να επουλώσει τις πληγές του, μα θα τα κατάφερνε.
Πέρασε νύχτες με σώματα που ούτε καν τον άγγιξαν. Δεν
άντεχε να φιλάει άλλα χείλη. Δεν μπορούσε να κάνει έρωτα σ᾽ άλλο κορμί. Ήταν
κολλημένος εκεί. Κολλημένος στην εικόνα της, στα μάτια της.
Κύλησε ο καιρός κι ένιωθε πως πια είναι έτοιμος να
δοκιμάσει να κάνει μια νέα σχέση. Μετά απʾ όλα όσα πέρασε, του άξιζε να
ερωτευτεί ξανά.
Μιλούσε λίγο καιρό με μια κοπέλα που του άρεσε πολύ.
Μέχρι εκείνο το βράδυ, όμως, το φλερτ είχε περιοριστεί μέσω μηνυμάτων. Μέχρι
που αποφάσισε να τη συναντήσει.
Βρέθηκε στο γνωστό συνοικιακό μπαρ, καθισμένος σε μια
γωνιά κρατώντας το ποτό του. Ντυμένος όμορφα, με τ᾽ ανοιχτόχρωμο τζιν του κι
ένα καρό πουκάμισο. Ανέκαθεν του άρεσαν τα πουκάμισα, ειδικά τα καρό. Τα μαλλιά
του ήταν περιποιημένα και το πρόσωπό του γαλήνιο και γεμάτο προσμονή.
Το βλέμμα του έπαιζε γύρω-γύρω καθώς περιεργαζόταν τον
χώρο και τα μάτια του ήταν γεμάτα ανησυχία στην προσπάθειά του να βρει τη
Θάλεια, κάπου τριγύρω.
Ο χώρος τού ήταν απίστευτα οικείος, καθώς πήγαινε συχνά
εκεί όταν ένιωθε μοναξιά, αλλά πρώτη φορά παρατηρούσε το πόσο όμορφα ήταν
διακοσμημένος.
Συνήθως, καθόταν στη γωνίτσα του και κατέβαζε τόνους
αλκοόλ, χωρίς να τον νοιάζει τι υπάρχει γύρω του.
Αυτή τη φορά, όμως, η καλή διάθεση που είχε, τον βοηθούσε
πολύ. Χάζευε τον κόσμο που χόρευε στο ρυθμό της μουσικής, τα φώτα που
τρεμόπαιζαν, τον barman που έκανε τα ζογκλερικά του με τα μπουκάλια. Όλα ήταν
διαφορετικά.
Πίνοντας νωχελικά το ποτό του, ένιωσε το κρύο αεράκι να
μπαίνει στο μαγαζί. Η πόρτα είχε ανοίξει. Σήκωσε τα μάτια του προς εκείνο το
σημείο περιμένοντας -επιτέλους- να δει τη Θάλεια.
Το ποτήρι έπεσε απʾ τα χέρια του και το ποτό λέρωσε τα
ρούχα του. Σταμάτησε νʾ ακούει τη μουσική του μαγαζιού, τις ομιλίες του κόσμου.
Ο χρόνος είχε παγώσει, όπως και το βλέμμα του πάνω της.
Δεν ήταν η Θάλεια, αλλά εκείνη. Ο λόγος που έπινε, ο
λόγος που είχε κλειστεί στο σπίτι του, ο λόγος που δεν μπορούσε να συνέλθει εδώ
και καιρό.
Ήταν στην αγκαλιά κάποιου άλλου.
Απανωτά μαχαιρώματα. Ο κόσμος του κατέρρευσε. Το στόμα
του ξεράθηκε. Μόλις είχε ξεκινήσει η χειρότερη νύχτα της ζωής του.
Ένα ψηλός, γεροδεμένος τύπος στεκόταν δίπλα της και της
κρατούσε το χέρι. Κάτι έλεγαν και χαμογελούσαν. Κάθισαν σʾ ένα τραπέζι και
παρήγγειλαν δυο ποτά.
Εκείνος, έμεινε να τους κοιτάζει. Κρύφτηκε στη γωνιά του
και τους παρατηρούσε. Έστειλε ένα τυπικό μήνυμα στη Θάλεια ότι κάτι του συνέβη
και δε θα μπορέσει να παρευρεθεί στη συνάντησή τους. Δεν έφυγε απʾ το μαγαζί,
όμως.
Μαζί με το χαμόγελό του, σβήστηκε και κάθε όμορφη εικόνα
που είχε δημιουργήσει. Ο χώρος έμοιαζε και πάλι σαν καταγώγι στα μάτια του.
Κανένα φως να τρεμοπαίζει, κανένας χορός και καμιά διακόσμηση δεν τον
συγκινούσε.
Ζητούσε απανωτά ποτά που τα κατέβαζε μονορούφι κι έπαιρνε
μάτι την ευτυχία της.
Όλα όσα είχε καταφέρει να προσπεράσει με τον καιρό, όλες
του οι προσπάθειες να προχωρήσει, πήγαν στράφι μονάχα επειδή την είδε.
Κρατούσε στο δεξί του χέρι το ποτήρι με το ουίσκι και στʾ
αριστερό ένα τσιγάρο. Δεν κάπνιζε. Αλλά πάντα κουβαλούσε ένα πακέτο πάνω του
για τις «δύσκολες ώρες», όπως έλεγε.
Κι ενώ την κοιτούσε τόσο επίμονα, εκείνη ούτε που τον
είχε πάρει χαμπάρι. Τον πλήγωνε το γεγονός ότι δεν τον αναγνώρισε, ενώ εκείνος
θα μπορούσε να την ξεχωρίσει ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους.
Η μορφή της, το ανάστημά της, τα μαλλιά της, η μυρωδιά
της. Ακόμα και τα μάτια της. Μπορεί από μακριά να μην μπορούσε να ξεχωρίσει το
υπέροχο χρώμα τους, αλλά το λάγνο βλέμμα της ήταν μοναδικό.
Χάθηκε στις σκέψεις του για μια στιγμή, αλλά η εικόνα που
αντίκρισε τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Εκείνος ο τύπος, πέρασε το χέρι
του πίσω απʾ τον αυχένα της, χάιδεψε τα μαλλιά της κι ύστερα τη φίλησε.
Απορροφήθηκε τόσο πολύ στο θέαμα που αντίκριζε, μ᾽
αποτέλεσμα να μην καταλάβει ότι έσφιγγε το ποτήρι στο χέρι του. Τα θρύψαλα του
σπασμένου γυαλιού που καρφώθηκαν στο χέρι του και το αίμα που κύλησε στην
παλάμη του, ήταν αρκετά για να του αποσπάσουν την προσοχή.
Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο. Ξεχώριζε κανείς τις
φλέβες που πετούσαν στο μέτωπό του.
Την έβλεπε να τον αγκαλιάζει και να τον φιλάει κι εκείνος
γινόταν κομμάτια στην εικόνα τους. Τα φιλιά που εκείνος της είχε μάθει να
δίνει, η αγκαλιά που κρυβόταν εκείνος όταν δεν ένιωθε καλά. Τώρα τα έδινε
αλλού. Και πώς θα μπορούσε να το δεχτεί αυτό;
Ήθελε να πάει και να πιάσει τον τύπο που τη συνόδευε και
να τον πλακώσει στο ξύλο. Δεν είχε το δικαίωμα να την αγγίζει, όχι. Ήταν δική
του. Ακόμα κι αν χώρισαν, πάντα δική του θα είναι.
Μέσα στην τρέλα και την παράνοιά του όμως, κατάφερε να
συγκρατηθεί. Συνειδητοποίησε πως δεν είχε κανένα λόγο στη ζωή της πια.
Προσπάθησε πολύ να προχωρήσει, αλλά δεν μπορούσε. Ούτε η
Θάλεια ούτε καμία άλλη δεν ήταν ικανή να βγάλει την εικόνα της απʾ το μυαλό
του.
Ακόμα κι αν τον πλήγωσε, ακόμα κι αν χώρισαν με τον πιο
ηλίθιο τρόπο, δεν ήταν δυνατό να προχωρήσει. Ειδικά μετά απ᾽ την εικόνα που αντίκρισε.
Το «κοριτσάκι του» νʾ αγκαλιάζει ξένο σώμα, να φιλάει άλλα χείλη. Όχι, δεν ήταν
δυνατόν.
Ήπιε μονορούφι το τελευταίο του ποτό και με το ματωμένο χέρι
του, άρχισε να περιεργάζεται το σταυρό που κοσμούσε το λαιμό του. Ήταν το δώρο
της.
«Να το ᾽χεις για να σε προσέχει, σαν φυλαχτό» του είχε
πει την ημέρα που χώρισαν.
Δεν το χρειαζόταν πια. Δε θέλει τίποτα από εκείνη. Τίποτα
που να τη θυμίζει. Εξάλλου, δεν του ανήκε πια.
Έκανε να φύγει μα προτού σηκωθεί άφησε τον σταυρό δίπλα
από το άδειο του ποτήρι. Σηκώθηκε απʾ την καρέκλα του και την πλησίασε. Δεν τη
χαιρέτισε, δεν της μίλησε.
Την κοίταξε μες στα μάτια, χαμογέλασε ειρωνικά κι έφυγε
σιγοτραγουδώντας.
«Πίστευα σε είχα ξεπεράσει, πρώτος πως εγώ σε είχα
ξεχάσει, πόσο λάθος έκανα... εσύ ήσουν η δυνατή!»