Μια από τις αρχικές ερωτήσεις που
κάνουμε σ' έναν άνθρωπο μόλις τον γνωρίζουμε, είναι το «τι μουσική ακούς;». Αυτό γίνεται γιατί η μουσική είναι
ένα μέσο κάθαρσης της ψυχής. Έτσι,
μαθαίνοντας τι μουσική ακούει ο άνθρωπος που μόλις γνώρισες, αυτομάτως κάνεις
μια κατάταξη μέσα σου. Τον τοποθετείς σε μια κατηγορία και, κατά κάποιον τρόπο,
τον ψυχογραφείς σ’ ένα βαθμό.
Προσωπικά γελάω πολύ μ’ αυτή την
ερώτηση γιατί ξέρω πως η απάντηση μου έχει μεγάλες πιθανότητες να εκπλήξει τον
συνομιλητή μου. Αλλά γελάω ακόμα περισσότερο όταν μου δίνουν την απάντηση «τα
πάντα». Όχι, δεν ακούς τα
πάντα και θα σου το αποδείξω αμέσως.
Ποντιακά ακούς; Ε, υπάρχουμε κι
εμείς που ακούμε. Κι όταν λέω
ακούμε ποντιακά, εννοώ ότι το ξυπνητήρι μας χτυπάει με ποντιακά, ο ήχος κλήσης μας
είναι ποντιακό τραγούδι και το πρώτο πράγμα που θα κάνουμε μόλις ξυπνήσουμε
είναι να βάλουμε ποντιακά για να πάει καλά, ή και όχι, η μέρα.
Ναι, ζούμε κι εμείς ανάμεσά σας
και είμαστε κάμποσοι. Ναι,
δεν ακούνε ποντιακά μόνο οι άνω των 50. Απόδειξη,
η οργανωμένη ποντιακή νεολαία. Τόσο σε βαθμό σωματείων και συλλόγων, όσο και σε
πιο χαλαρό επίπεδο, σε τραπέζια, μουχαπέτια, παρέες. Απόδειξη, οι νέοι καλλιτέχνες που
διαρκώς εμπλουτίζουν (ή και αλλοιώνουν δυστυχώς σε ορισμένες περιπτώσεις) την
ποντιακή μουσική παράδοση, με τις φωνές τους, τα τραγούδια τους, και τις νέες
συνθέσεις τους.
Οι περισσότεροι έχουμε ποντιακή
καταγωγή. Μερικοί είναι από τους τυχερούς που έχουν μεγαλώσει μέσα σε ποντιακές
οικογένειες με γιαγιάδες και παππούδες που μιλούν την ποντιακή διάλεκτο.
Άκουσαν από πρώτο χέρι την ιστορία του ξεριζωμού, το πώς ζούσαν στις χαμένες
πατρίδες, τα έθιμα και τις παραδόσεις. Γαλουχήθηκαν με τον ποντιακό πολιτισμό
κι έγιναν συνεχιστές του.
Άλλοι πάλι, δυστυχώς δε
μεγαλώσαμε με ποντιακά ακούσματα αλλά τ’ ανακαλύψαμε σε μεταγενέστερη φάση της
ζωής μας μέσα από
την ενασχόληση με τον ποντιακό χώρο γενικότερα. Κι όταν λέω τ’ ανακαλύψαμε, το
εννοώ. Προσωπικά, δεν ήξερα ούτε λέξη στα ποντιακά. Με τον καιρό, άρχισα να
καταλαβαίνω λίγα πράγματα μέχρι που άρχισα να καταλαβαίνω τι λένε επιτέλους τα
τραγούδια που χόρευα τόσα χρόνια.
Αυτό ήταν. Κάπου εκεί, σταμάτησα
να ψάχνομαι μουσικά και κλείδωσα στα ποντιακά. Απέρριψα καλλιτέχνες που άλλοτε
μου άρεσαν κι έπεσα στα βαριά. Κι όταν λέω βαριά, εννοώ τα παραδοσιακά
ποντιακά, κι όχι τύπου Utopia land, που τολμάνε και το ονομάζουν
ποντιακό. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα που, επί του παρόντος, αρνούμαι να θίξω.
Όλοι εμείς που αγαπάμε αυτό το
είδος μουσικής, τα Σάββατα, δεν ψάχνουμε σε ποιο club θα πάμε να
χτυπηθούμε, αλλά σε ποιο τραπέζι θα κάτσουμε να ξημερώσουμε. Στα
προτεινόμενα βίντεο που μας βγάζει το youtube θα δεις Χρύσανθο,
Χρυσανθόπουλο και Παυλίδη, κι όχι Φουρέιρα, Stan και Σάκη.
Θα πάρουμε με απόκρυψη και θα
αφιερώσουμε το «εφτά χρόνια κι θα κρούω ‘σο πρόσωπο μ’ νερόν-ι, να μην σπογγίζω
και χάνω το φίλεμαν τεσόν-ι» (στη δημοτική: εφτά χρόνια δε θα ρίξω νερό στο
πρόσωπό μου, να μην το καθαρίσω και χάσω το φιλί σου), κι όχι το «μου λειψες»
του Κιάμου. Είμαστε εμείς, που
αντί για μεθυσμένα μηνύματα, θα στείλουμε ή ακόμα χειρότερα θα τραγουδήσουμε,
και σε πολύ βαριές καταστάσεις, θα γράψουμε πονεμένα δίστιχα.
Ναι, είμαστε πωρωμένοι. Ναι,
ακούμε κυρίως ποντιακά και ναι, μπορεί ν’ απαξιούμε λίγο για τ’ άλλα είδη
μουσικής. Η ποντιακή Μούσα είναι αστείρευτη. Όσο πιο καλά τη γνωρίζεις, τόσο
πιο πολύ την αγαπάς. Δεν ξέρω
αν εμείς που ασχολούμαστε μ’ αυτή συμβάλουμε στη διάσωση της παράδοσης, ξέρω,
όμως, σίγουρα, ότι είμαστε πιο εναλλακτικοί απ’ αυτούς που δηλώνουν
εναλλακτικοί.