Προσμονή και φόβοι. Ανασφάλειες που μας στοιχειώνουν και «θέλω» που παραμονεύουν να εκραγούν με την πρώτη σπίθα.
Αυτή είναι η ζωή μας.
Γυρνάμε γύρω από απωθημένα που
δημιουργούνται απρόσμενα σε κλάσματα δευτερολέπτου και μας κρατάνε δέσμιους μια
ζωή.
Το απρόσμενο πάντα έχει τη δική
του ομορφιά. Για σκέψου, πάρτι, δώρα, ανακοινώσεις, επισκέψεις, φιλιά, ματιές,
εκδηλώσεις αγάπης, έρωτες.
Συναισθήματα και καταστάσεις που
έχουν δύο όψεις. Τη φυσιολογική και την αναπάντεχη. Δύο όψεις που κάνουν τα
πάντα να καθρεφτίζονται σε διαφορετικό είδωλο.
Κάπως έτσι έρχεται το αναπάντεχο
και σου χτυπάει την πόρτα κι εσύ τρέχεις ν’ ανοίξεις ως άμαθο παιδαρέλι που
περιμένει τον Αι Βασίλη τα Χριστούγεννα, μόνο, στο σκοτεινό σαλόνι του σπιτιού.
Στο διπλανό δωμάτιο, οι άλλοι
παραμονεύουν για να γελάσουν με την αφέλειά σου ενώ εσύ τρως τα νύχια σου από
αγωνία. Μα, τελικά, δε θα έρθει ο «Αι Βασίλης την ημέρα των Χριστουγέννων», ένα
απλό delivery-boy θα
είναι κι εσύ, συνεχίζεις να μένεις εκεί ν’ αναρωτιέσαι: «Μα γιατί; Έπρεπε να
είναι εδώ. Γιατί όχι σ’ εμένα;».
Και κοιμάσαι και ξυπνάς και το
επόμενο πρωινό σε βρίσκει ακόμα πιο στρυφνό, απόμακρο, απογοητευμένο,
αποτέλεσμα της νέας σου χυλόπιτας από το «πεπρωμένο».
Αλήθεια, νομίζεις πως γνωρίζεις το πεπρωμένο; Θαρρείς πως είναι, τι; Γκοφρέτα
που αγοράζεις από το περίπτερο και θα έχει την ίδια γεύση όπως και η
προηγούμενη;
Και ξανά και ξανά και καταλήγεις
να παίρνεις την απόφαση πως τελικά αυτό που προσμονούσες δε θα έρθει σ’ εσένα.
«Ρίχνεις» τις προσδοκίες σου, περνάς σε άλλο επίπεδο την αναμονή σου.
Εκεί λοιπόν είναι που το
«πεπρωμένο» θα σε χτυπήσει. Εκεί που δεν το περιμένεις που λέει κι ο Πασχάλης.
Λαμπάκια θ’ αρχίσουν να λάμπουν παντού και βεγγαλικά θα φωτίζουν
τον μέχρι εχθές σκοτεινό ουρανό σου. Ακριβώς τη στιγμή που θ’ αλλάξεις τα στάνταρντ,
σου θα πάρεις μια γενναιόδωρη απάντηση. Έτσι
ξαφνικά!
Θα καταλάβεις τι σημαίνει «έχω
αυτό που θέλω» υψωμένο στην χιλιοστή δύναμη. Θ’
αφεθείς πριν καν το καταλάβεις, όχι γιατί βρήκες το δέκα το καλό, αλλά επειδή
το περίμενες πολύ καιρό.
Αλλάζει η καθημερινότητά σου, ό,τι
καιρό και να έχει, εσύ ήλιο βλέπεις παντού. Ζεις μέσα στην υπερβολή στα πάντα,
η αδρεναλίνη σου χτυπάει κόκκινο, συμπαρασύρει και αναιρεί ό,τι γνώριζες μέχρι
σήμερα για τα συναισθήματα.
Τα κενά λεπτά, μοιάζουν με κατεστραμμένες
Κυριακές.
Τα σαββατιάτικα βράδια, με
ουτοπικά ηλιοβασιλέματα και τα τηλεφωνήματα μεταξύ σας, με εβδομαδιαία
σεμινάρια κβαντικής μηχανικής.
Αυτή ακριβώς η στιγμή, που
ευχαριστείς το σύμπαν επειδή επιτέλους νιώθεις ολοκληρωμένος, είναι η στιγμή
που άξαφνα τα πόδια σου μουδιάζουν, οι αισθήσεις σου παγώνουν και το μυαλό σου
μοιάζει να το κουμαντάρει μια λεπτή κλωστή. Τόσο λεπτή, που και η παραμικρή
κίνηση μπορεί να την κόψει και να σε κάνει να παραλύσεις.
Αρχίζεις να φοβάσαι!
Δε φοβάσαι ούτε το τέλος, ούτε το ψέμα, ούτε την απιστία.
Φοβάσαι την έλλειψη! Φοβάσαι την απουσία. Μπαίνεις
σε αναγκαστικό mode σύγκρισης, του πριν, του τώρα και
του............. τότε.
Του αύριο. Αυτό που δε γνωρίζεις
κι αυτό είναι που σε καθηλώνει ακόμα περισσότερο και σου τρυπάει το μυαλό.
Μήπως; Μήπως είναι για λίγο;
Μήπως το αύριο ξημερώσει χωρίς..... δε θες ούτε να το ξεστομίσεις κι όμως η
σκέψη σου σχεδόν το φωνάζει. Ξεχειλίζει από τα μάτια σου.
Δυστυχώς, οι μεγάλοι έρωτες έχουν πάντα ένα τίμημα. Όχι απαραίτητα
κακό, μα πάντα οδυνηρό.
Ένα οδυνηρό κι οξύμωρο
συναίσθημα, όσο πιο μεγάλος ο έρωτας, όσο πιο μεγάλη η ταύτιση, τόσο πιο
μεγάλος ο φόβος.
Μήπως τελειώσει έτσι ξαφνικά όπως
ήρθε;
Μη φοβάσαι, αγάπη σημαίνει.