Είναι
μέρες που αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν ήξερες πως κυλούν οι μέρες μου χωρίς
εσένα. Όταν δεν είσαι εδώ να με παρηγορήσεις ή μ’ ένα «είσαι
τελείως βαρεμένη αλλά είσαι εσύ» να μου λύσεις οποιοδήποτε πρόβλημα και το
χαμόγελο, ως δια μαγείας, να εμφανιστεί στο γεμάτο δάκρυα πρόσωπό μου.
Μου είναι δύσκολο, ξέρεις. Μας έχω ταυτίσει μ’ ένα στίχο
του Μιχάλη και κάθε φορά που σε σκέφτομαι, το σιγοτραγουδάω. «Εγώ εδώ, εσύ εκεί
κι η ζωή πιο πέρα». Αλήθεια είναι. Δεν θέλω να κλαφτώ σε κανέναν. Δε θέλω να σε
βρίσω ή να μοιρολογώ για τη χαμένη μου αγάπη, όμως είναι πραγματικά δύσκολο.
Για έναν άνθρωπο που περιμένει κι ελπίζει
στην παντοτινή αγάπη είναι ανυπόφορο. Όχι που περιμένει κι ελπίζει αλλά που
ξέρει πως η πραγματική του αγάπη είναι χιλιόμετρα μακριά. Κυριολεκτικά και
μεταφορικά.
Δε θέλω να ρωτήσεις κανέναν τι κάνω και πως είμαι. Βασικά
δε θα ρωτήσεις κανέναν άλλο πέρα από μένα, μόνο και μόνο για να μου σπάσεις τα
νεύρα. Δε θέλω, αγόρι μου, να ξέρεις τι
κάνω και πως είμαι. Απλά και κατανοητά.
Δε θέλω να ξέρεις πως υπάρχουν βράδια που δεν μπορώ να
κοιμηθώ γιατί οι αναμνήσεις μας χορεύουν κλακέτες μες στο κεφάλι μου. Κι αυτό
το αναθεματισμένο κλακ-κλακ μου τη δίνει στα νεύρα περισσότερο κι από σένα. Δε
θέλω να ξέρεις πως κάθε φορά που βλέπω το όνομά σου στα μηνύματά μου, η αναπνοή
μου σταματάει για μερικά δευτερόλεπτα, ενώ η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή.
Δε
θέλω να ξέρεις πως οι φίλοι μας, κάθε φορά που με βλέπουν, με ρωτούν επίτηδες
τι κάνεις κι εγώ υστεριάζω γιατί δεν ξέρω. Γιατί δε χωράω στην άλλη σου ζωή.
Βλέπεις, δεν ήθελες να με πάρεις μαζί σου. Ε, λοιπόν, δε θέλω να ξέρεις πως
περνάω μέρες, μήνες κι εβδομάδες ν’ αναρωτιέμαι τι κάνεις και πως είσαι και να
μην έχω το θάρρος να στείλω ένα ρημαδομήνυμα. Και φταις εσύ γι’ αυτό. Εσύ και
το πανηλίθιο μυαλό σου.
Δε θέλω να ξέρεις πως κάθε φορά που ακούω τ’ όνομά σου
λάμπω σαν αστέρι. Ούτε πως αυτό το αστέρι γίνεται σούπερ νόβα κάθε φορά που
ελπίζω ότι είσαι εδώ. Μόνο στην ελπίδα ότι είσαι κάπου πιο κοντά (μου)
φλέγομαι. Φαντάσου λοιπόν πως νιώθω κάθε φορά που σε βλέπω. Βασικά, δε θέλω να ξέρεις πως νιώθω κάθε φορά που σε βλέπω. Κάθε φορά
που σε αγγίζω. Κάθε φορά που σ’ αγκαλιάζω και προσπαθώ ν’ απορροφήσω όση
περισσότερη μυρωδιά μπορώ για να την έχω σύμμαχο στις δύσκολες ώρες που εσύ θα
λείπεις. Ή στις δύσκολες ώρες που εσύ λείπεις. Χωρίς το «θα».
Δε θέλω να ξέρεις πόσες νύχτες έχω κλάψει στο μαξιλάρι μου
προσπαθώντας να κάνω τα όνειρά μου να σταματήσουν. Είναι πραγματικά πολύ
δύσκολο να σταματήσεις τα όνειρα που κάνεις όταν είσαι ξύπνιος. Και πόσο μάλλον
όταν πρωταγωνιστής είσαι εσύ. Δε θέλω να ξέρεις πόσο λαχταρώ να σε φιλήσω ξανά,
όπως τότε. Δε θέλω να ξέρεις πως
σιχαίνομαι την γαμωταμπέλα που έχουμε βάλει. Πως με πνίγει αυτός ο τίτλος που
μας κυνηγάει και πως θέλω –όσο τίποτα άλλο- να τον αντικαταστήσω με τρεις λέξεις. «Είναι δικός μου»
Δε θέλω να ξέρεις πως κάθε φορά που είμαστε μαζί, ζω
πραγματικά, ενώ κάθε φορά που χωριζόμαστε, απλώς υπάρχω. Δε θέλω να ξέρεις πως σπάω σε κομμάτια για να μπορέσεις να με πάρεις
μαζί σου. Δε θέλω να ξέρεις πόσο υποφέρω μακριά σου. Χώρια σου. Δε θέλω ρε
παιδί μου.
Ένα
πράγμα θέλω να ξέρεις μόνο. Σ’ αγαπάω. Μετά απ’ όλα όσα έχω ακούσει κι όλα όσα
έχω περάσει, εγώ σ’ αγαπάω ακόμα. Και θα σ’ αγαπάω. Κανένας δεν μπορεί να
μισήσει την ευτυχία του. Ίσα-ίσα. Την ευτυχία μας ή τη βρίσκουμε ή τη
φτιάχνουμε. Εμένα ήρθε και με βρήκε. Επομένως, δε γίνεται να πάψω να σ’ αγαπώ.
Αυτό θέλω να ξέρεις μόνο.