Είναι
ώρες που δεν έχω όρεξη για τίποτα και θέλω μόνο να σε δω.
Κι όταν ψάχνω να βρω την ομορφιά των
στιγμών, κοιτώ γύρω μου κι απολαμβάνω τη φύση. Το άρωμα των λουλουδιών γεμίζει
ευωδίες την οσμή μου. Τα χρώματα τ’ ουρανού που αντανακλώνται στα δειλά κύματα
της θάλασσας, αποτελούν οπτασία στα μάτια μου. Οι νότες που ξεχύνονται από
άγνωστα χείλη κι η μουσική του ραδιοφώνου, ηρεμούν το νου, γαληνεύουν τη σκέψη
μου και γίνονται εύηχες μελωδίες στ’ αυτιά μου.
Όμως η αφή μένει παραπονεμένη… ό,τι κι αν αγγίξω, είναι
αδιάφορο. Αν τα χέρια μου δεν μπλέκονται
με τα δικά σου στον πρωινό περίπατο, αν τα πόδια μου το βράδυ δεν ακουμπούν στα
δικά σου για να ζεσταθούν κι αν το σώμα μου δε βυθίζεται μέσα στο δικό σου
ώσπου και τα δυο να γίνουν ένα…
Αν τ’ ακροδάχτυλά σου δεν παίζουν με τα μαλλιά μου απαλά,
αν τα δικά μου δεν χαϊδεύουν την πλάτη σου το βράδυ για να σε χαλαρώσουν κι αν
δεν ακουμπώ στο στέρνο σου για να κοιμηθώ, τότε όλα είναι αδιάφορα.
Κι η γεύση παραπονιέται τελευταία. Βλέπεις έμαθε ν’
αποζητά τα φιλιά σου και τώρα δεν μπορεί χωρίς αυτά. Εγώ της εξηγώ πως πρέπει
να μάθει να υπάρχει και χωρίς αυτά, πως δεν πρέπει να προσκολλάται, αλλά δε
θέλει να καταλάβει. Συνήθισε τη γλυκιά γεύση τους κι οτιδήποτε άλλο της μοιάζει
πικρό κι αδιάφορο.
Η αίσθηση του κορμιού σου δίπλα στο δικό μου… πόσο μου
έλειψε. Απλά να υπάρχεις δίπλα μου,
χωρίς καν ν’ αγγιζόμαστε, μόνο ν’ αλλάζουμε έντονες ματιές κι ανήσυχες σκέψεις.
Να ψιθυρίζουμε ανέπαφα «σ’ αγαπώ» και να τα επισφραγίζουμε αργότερα μ’ ένα
φιλί.
Εγώ είμαι μια χαρά, οι αισθήσεις μου αντιμετωπίζουν ένα
πρόβλημα με την προσαρμογή και τα νέα δεδομένα.
Η
ζωή τραβά το δρόμο της κι εσύ λείπεις.
Γυρίζω στο άδειο δωμάτιο κουρασμένη, πετώ άτσαλα τα ρούχα
μου στο πάτωμα και ρίχνω το κουφάρι μου σχεδόν αδιάφορα στο κρεβάτι. Βάζω ένα
ποτήρι κρασί, ανοίγω την αγαπημένη μου playlist και
σκέφτομαι.
Σκέφτομαι
την πρώτη μας συνάντηση και πόσο αναπάντεχα ήταν όλα.
Μετά, την πρώτη μας βόλτα που από έναν απλό καφέ, μετατράπηκε σε 12ώρη συζήτηση
σε κάτι σκαλάκια ώσπου μας βρήκε παρέα το ξημέρωμα.
Σκέφτομαι
το πρώτο μας φιλί, το πρώτο βράδυ που κοιμηθήκαμε αγκαλιά, το άγχος μου, το
γέλιο σου, το πρώτο ξύπνημα μαζί σου. Τα όμορφα πρωινά, τον ενθουσιασμό μου για όλα αυτά τα καινούργια πράγματα που άκουγα, τις
σαχλαμάρες που έλεγα από την αμηχανία μου.
Έπειτα, σκέφτομαι πόσο με βοηθάς να εξελίσσομαι, πόσο με
καταλαβαίνεις, πόσο σου σπάω τα νεύρα που είμαι ξεροκέφαλη και πόσο σε ζαλίζω
όταν επιμένω σε κάτι που ξέρω πως δεν μπορεί να συμβεί.
Όμως
μου λείπεις, κι όταν μου λείπεις γίνομαι υπερβολική, κακομαθημένη και
πεισματάρα. Και το μόνο που μπορεί να το αλλάξει αυτό είναι να έρθεις εδώ. Και
ναι, οκ, προσπαθώ να μη στο λέω συνέχεια γιατί καταλαβαίνω πως κι εσύ στεναχωριέσαι
γνωρίζοντας πως δεν είμαι καλά, αλλά μερικές φορές δεν είναι εύκολο.
Μου λείπεις όταν γυρίζω σπίτι και δεν είσαι εδώ να σε
αγκαλιάσω και να σου πω πώς ήταν η μέρα μου. Μου λείπεις εκείνες τις ώρες που ξαπλώνω στο διπλό κρεβάτι και η άλλη
μεριά είναι άδεια. Τις στιγμές που σφίγγω το μαξιλάρι κι αφήνω τα δάκρυα να
κυλούν ανεξέλεγκτα για να φύγει η πίεση κι η στεναχώρια.
Μου λείπεις όταν φρικάρω κι όλα μου πάνε στραβά, όταν
θέλω να φωνάξω από τα νεύρα μου, όταν κανένας δεν μπορεί να μπει στη θέση μου,
όταν δεν μπορώ να διαχειριστώ τίποτα.
Μου λείπεις όταν είμαι χαρούμενη, όταν χαζεύω τα κύματα της
θάλασσας, όταν πίνω τον πρωινό μου καφέ στην όμορφη αυλή… μόνη.
Σε
κάθε στιγμή, καλή και κακή που δεν είσαι εδώ να τη μοιραστούμε, μου λείπεις.
Έχω υιοθετήσει το ρόλο της τραγικής, κλαψιάρας γκόμενας
που γράφει το δραματικότερο κείμενο που θα μπορούσε, ναι, το ξέρω. Όμως, όπως προείπα,
ποτέ δεν ήμουν καλή στη διαχείριση, πόσο μάλλον τώρα. Και κάπως πρέπει να βγει
όλη η ένταση που νιώθω.
Κι είσαι ο σημαντικότερος παράγοντας που δε νιώθω καλά…
Δηλαδή όχι εσύ ακριβώς, αλλά η απουσία σου. Γιατί αν ήσουν εδώ, όλα θα ήταν αλλιώς.
Μου
λείπεις παραπάνω απ’ όσο περίμενα.