Ημέρα Κυριακή. Εποχή, καλοκαίρι.
Έβαλα μία πετσέτα στην τσάντα, το μαγιό και πήρα και ένα
βιβλίο που αγόρασα πρόσφατα. Τα πολύ απαραίτητα δηλαδή και μπήκα στο
αυτοκίνητο. Προορισμός μου, μία ερημική παραλία
που είχαμε ανακαλύψει μια άλλη Κυριακή, πριν κάτι χρόνια.
Πηγαίνω
συχνά. Το χειμώνα, περισσότερο. Μου άρεσε να βλέπω τη θάλασσα και να χάνομαι
στην παλέτα των χρωμάτων της. Πότε γαλάζιο, πότε μπλε, άλλοτε πράσινο.
Ζωγραφίζω την εικόνα σου και σ έχω έτσι πάλι μαζί μου. Κάθε φορά ταιριάζουν με
τη ψυχοσύνθεση μου. Πώς να στο πω.
Για να καταλάβεις εκείνη την Κυριακή, η θάλασσα είχε ένα
σκούρο μπλε χρώμα, αλλά και κύματα, υψωμένα σαν θεριά. Θαρρείς κι αν την
πλησίαζες, θα σε κατασπάραζαν. Ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από μεγάλα γκρι
σύννεφα που αντανακλούσαν στα βράχια και προσέθεταν νότες ασύμφωνες μεταξύ
τους. Χειμωνιάτικο τοπίο στο καλοκαίρι. Ήταν
τρομακτική εκείνη η ησυχία στην αμμουδιά.
Εμείς
μαζί της δίναμε ζωή με τα γέλια μας. Ηχούσαν οι φωνές μας στα βράχια και τα
σύννεφα έφευγαν μακριά. Ο ήλιος χαμογελούσε κι άπλωνε τις ακτίνες του να
στεγνώσει το αλάτι στα κορμιά μας. Το κύμα χάιδευε τις πατούσες μας κι αυτή η
εναλλαγή δροσιάς και ζέστης γαλήνευε το νου μας. Η θάλασσα είχε τις πιο
φωτεινές κι όμορφες αποχρώσεις που είχα δει ποτέ μου.
Καταλαβαίνεις τώρα πόσο διαφορετική ήταν εκείνη η πρώτη
Κυριακή του καλοκαιριού;
Είχα φτάσει πρώτη. Άπλωσα την πετσέτα μου και βόλεψα το αρμυρισμένο
σώμα μου στην αμμουδιά αντίκρυ στον ήλιο. Το βιβλίο μου, μου έκανε σκιά ίσα ίσα
να μη μ’ ενοχλεί ο ήλιος. Ολοφάνερα είχες αργήσει, αν κι είχα απορροφηθεί στις
σελίδες μου και δεν αναστατώθηκα.
Ξάφνου ο τόπος σκοτείνιασε. Σε κάλεσα στο κινητό μα δεν
ήσουν διαθέσιμος. Η θάλασσα τώρα σήκωσε κύματα άγρια που ήρθαν κι έφτασαν ως
εμένα. Το σκούρο της χρώμα ήρθε και μαύρισε
την ψυχή μου. Ένας αριθμός άγνωστος με κάλεσε στο τηλέφωνο. Με ρωτούσε ποια
είμαι για να βεβαιωθεί πως δεν έχει τηλεφωνήσει σε λάθος άνθρωπο. Πόσο θα ήθελα,
θεέ μου, να είμαι ο λάθος άνθρωπος.
'Ότι
έφυγες, μου είπε. Ακούς; Δε θα ξαναγύριζες. Ποτέ. Για που το έβαλες, καρδιά
μου;
Φωνάζω δυνατά το όνομα σου μέχρι να μην έχω άλλη δύναμη να
σταθώ. Η φωνή μου δε γυρίζει πίσω, αλλά χάνεται σιγά σιγά. Δεν μπορεί να είναι
αλήθεια. Είχες ξεκινήσει να έρθεις να με βρεις. Ήσουν στο αυτοκίνητο κι άκουγες
ένα τραγούδι. Δεν μου είπες ποιο. Μου το κράτησες για έκπληξη. «Θα στο τραγουδήσω από κοντά», μου είπες.
Μου έστειλες κι ένα φιλί και έκλεισες.
Η σιγή αυτή, σωστή φρίκη. Το τοπίο καθόλου δε θύμιζε τη
μικρή μας αμμουδιά. Εκεί πέρασα το καλοκαίρι. Σου μιλούσα, σου τραγουδούσα. Όμως εσύ δεν απαντούσες. Μόνο καμιά φορά
σ’ ένιωθα να σκουπίζεις τα μάτια μου που έτρεχαν σαν ποτάμι. Σαν αεράκι
ερχόσουν για λίγο.
Κάθε
που πλησιάζει καλοκαίρι, κοντεύω να τρελαθώ. Κατέρρευσα, αγάπη μου. Δεν
ξεχωρίζω άλλο χρώμα, παρά μόνο γκρι και μαύρο. Δε βρίσκω τίποτα όμορφο πια. Ο
χειμώνας ταιριάζει στη ψυχοσύνθεση των τελευταίων καλοκαιριών.
Άραγε θα μάθω το τραγούδι που θα μας έκανε συντροφιά το
καλοκαίρι, όπως ήθελες;
Κουράστηκα
να έρχομαι, να σε περιμένω και να μη έρχεσαι ποτέ. Δεν αντέχω ν’ αντέχω . Κι ας
έχει πάλι σκούρο χρώμα η θάλασσα. Ας υψώνονται κύματα.Το καλοκαίρι δεν είναι
ίδιο χωρίς εσένα. Μου λείπεις.