Η κρυφή ιστορία της Κάτιας.
Μια
καλοκαιρινή, αυγουστιάτικη φωτογραφία ήταν ο λόγος που τον γνώρισα.
Πρώτες διακοπές με φίλες, χωρίς
γονείς. Παίζαμε στην παραλία κι αποφασίσαμε να τραβήξουμε μερικές φωτογραφίες
για ν’ απαθανατίσουμε τη στιγμή.
Μια άγνωστη παρουσία βρέθηκε μέσα
στο πλάνο. Έσπευσα να ρωτήσω ποιος είναι.
Μου γυάλισε.
Κολλητός της καινούριας κοπέλας που
μόλις είχε μπει στην παρέα μας. Δεν έχασα χρόνο. Της είπα να κανονίσει να
βγούμε όλοι μαζί.
Μου άρεσε πολύ και δεν το έκρυψα.
Βγήκαμε για ποτό το ίδιο κιόλας βράδυ. Δε μου έδινε τη σημασία που θα ήθελα,
αλλά δεν του περνούσα κι αδιάφορη καθώς έδειχνε.
Λάτρεψα το χαμόγελό του. Το χιούμορ
του και την κοινωνικότητά του.
Πάνω που ετοιμαζόμουν να του
μιλήσω, άρχισε να μας εξιστορεί τη σχέση του με την Ελένη. Ξενέρωσα μόλις
άκουσα πως είναι «πιασμένος».
Δεν τον διεκδίκησα, δεν ασχολήθηκα.
Ούτε καν που ξεστόμισα πως μου άρεσε.
Έκατσαν έτσι οι συγκυρίες όμως και
τον ξανασυνάντησα, στην Αθήνα πια. Τυπικές συζητήσεις, ένα πεταχτό φιλί στο
μάγουλο κι αυτό ήταν. Εξομολογήθηκα στη φίλη μου, το πόσο πολύ θα ήθελα να τον
κάνω δικό μου.
Εκείνη, ξενερωμένα μου είπε πως
είναι τόσο κολλημένος που δεν πρόκειται να δει ερωτικά άλλη γυναίκα.
Πείσμωσα. Τον ήθελα. Και θα έκανα
τα πάντα για να τον κερδίσω. Έχω μάθει ό,τι θέλω, να το διεκδικώ. Έτσι, άρχισα
να του στέλνω. Μιλούσαμε αραιά και πού.
Όταν ρώτησα να μου πει μερικά
πράγματα για εκείνον, σοκαρίστηκα. Όλα όσα μου έγραφε, έμοιαζαν να με
χαρακτηρίζουν. Ένιωθα σαν να μιλάω με τον αρσενικό εαυτό μου. Αποκορύφωμα της
συζήτησης, εκείνο το τραγούδι.
«Άκου αυτό. Είναι το αγαπημένο μου.
Θέλω να το χορέψω στο γάμο μου».
Όταν είδα τον τίτλο, σάστισα.
Ανατρίχιασα. Τα μάτια μου βούρκωσαν. Δεν ήταν δυνατόν. Δεν μπορεί να ήθελε να
χορέψει το ίδιο τραγούδι στο γάμο του μ’ εκείνο που ήθελα κι εγώ.
Αφού επανήλθα, του περιέγραψα το
σοκ που έπαθα. Ξαφνιάστηκε. Δεν το περίμενε. Του φάνηκε απίστευτη σύμπτωση.
Εκείνο το τραγούδι, ήταν κι η «αρχή» μας.
Μιλούσαμε καθημερινά στο τηλέφωνο.
Κάθε πρωί, το πρώτο καλημέρα και κάθε βράδυ, το τελευταίο καληνύχτα. Μερικές
φορές, με καλούσε τ’ απογεύματα, απλά για ν’ ακούσει τη φωνή μου, όπως έλεγε.
Ναι, αυτό ήταν ένα σημάδι. Όταν
τηλεφωνούσε ενώ βρισκόταν έξω για καφέ κι έλεγε πως απλά του έλειψε η φωνή μου,
ένιωθα τόσο σημαντική.
Στο μεταξύ, έμαθα πως χώρισε. Ήταν
η ευκαιρία μου.
Αποκτήσαμε ένα πολύ παράξενο
δέσιμο.
«Φίλοι» δηλώναμε.
Κι αυτό ήμασταν, πρακτικά.
Τα πρώτα εισιτήρια κλείστηκαν.
Άρχισαν οι αντίστροφες μετρήσεις. Κι έφτασε το πρώτο Σαββατοκύριακο που με
φιλοξένησε στο σπίτι του. Όταν πάτησα το πόδι μου έξω απ’ το κτελ, έτρεξε και μ’
αγκάλιασε λες και με περίμενε μήνες.
Με σύστησε αμέσως στη μητέρα του, η
οποία ήταν απίστευτα φιλική μαζί μου. Αφού φτάσαμε στο σπίτι, μ’ έκαναν να
νιώσω πολύ οικεία και ζεστά. Περίμενα να νιώσω αμήχανα, αλλά συνέβη ακριβώς το
αντίθετο.
Ξενυχτήσαμε χαζογελώντας,
συζητώντας για τις ζωές μας, τα όνειρά μας και τους στόχους μας. Ύστερα,
κοιμηθήκαμε αγκαλιά, χωρίς να υπάρξει τίποτα ερωτικό ανάμεσά μας.
Το πρωί, με βρήκε ξαπλωμένη σ' ένα
διπλό κρεβάτι, τυλιγμένη στα σεντόνια, μόνη.
Σηκώθηκα, κατέβηκα τις σκάλες και
τον αναζήτησα. Βρισκόταν στην κουζίνα και μου ετοίμαζε πρωινό. Τη χαρά που με
κατέκλυσε εκείνη τη στιγμή, δεν μπορώ να την περιγράψω.
Ήθελα να γίνει δικός μου πάση
θυσία!
Το απόγευμα με ξενάγησε στα μέρη
του, με γνώρισε στους φίλους του και με κυκλοφόρησε στα στέκια του. Ένα υπέροχο
διήμερο που δεν ήθελα να τελειώσει.
Δυστυχώς, όμως, έφτασε ή ώρα της
αναχώρησης. Δεν ήθελε να φύγω και το έδειχνε.
Με πήγε στα κτελ, με βαριά καρδιά
και μ’ αποχαιρέτισε μ’ ένα φιλί στο μάγουλο. «Αρχίζω να μετράω
αντίστροφα από τώρα μέχρι να σε ξαναδώ», είπε χαμογελώντας.
Τα λόγια του, η αφορμή μου να
κλείσω επιτόπου τα εισιτήρια για το επόμενο Σαββατοκύριακο.
Κρυφά.
Γύρισα στην Αθήνα προσμένοντας να
περάσουν οι μέρες το συντομότερο δυνατό.
Δε μου έκανε καμία νύξη για το
οτιδήποτε μεταξύ μας αλλά ούτε κι εγώ.
Οι μέρες περνούσαν, τα τηλεφωνήματα
συνεχίζονταν κι εγώ έβραζα στο ζουμί μου. Ένιωθα ευτυχισμένη και ταυτόχρονα
χαμένη. Δεν ήξερα τι γινόταν. Όλα έδειχναν πως με θέλει, αλλά δεν έκανε καμία
κίνηση παραπάνω.
«Θα ’ναι ντροπαλός» σκέφτηκα.
Παρασκευή βράδυ, ετοίμασα βαλίτσες.
Σάββατο πρωί, ήμουν εκεί. Τα είχα
κανονίσει όλα με τη μητέρα του.
Άνοιξε τα μάτια του κι αντίκρισε εμένα να τον χαζεύω. Πετάχτηκε. Με αγκάλιασε κι αναρωτήθηκε τι συμβαίνει.
Χάρηκε που του έκανα έκπληξη.
Άλλο ένα διήμερο απόλυτης γαλήνης
κι ευτυχίας.
Μα πάλι έφτασε η στιγμή του
αποχαιρετισμού. Μου ζήτησε να μείνω. Δεν αντιστάθηκα. Έχασα το κτελ και γύρισα
δύο ημέρες αργότερα στο σπίτι μου.
Δικαιολογία στη μητέρα μου;
Απεργίες. Σιγά μην το έψαχνε.
Κι ας φώναζε για τις απουσίες που
θα έκανα στο σχολείο. Γιατί ναι, ήμουν ακόμα σχολιαρόπαιδο.
Όταν ήρθε η στιγμή να φύγω, μου
έδωσε έναν φάκελο. Ένα γράμμα κι ένα μικρό αρκουδάκι μπρελόκ για να με
συντροφεύει στο ταξίδι, όπως είπε. Με όρκισε ν’ ανοίξω το γράμμα αφότου μπω στο
κτελ. Το δέχτηκα.
«Είσαι ό,τι καλύτερο μου έχει
συμβεί, να το ξέρεις. Περνάω υπέροχα μαζί σου. Σε αγαπάω τρελοκόριτσο και είσαι
το διδυμάκι μου» ήταν κάποιες από τις φράσεις που έκαναν τα μάτια μου
να βουρκώνουν και ταυτόχρονα τα χείλη μου να διακατέχονται από μια ανείπωτη
χαρά.
Παρ’ όλα αυτά με μπέρδευε. Έτσι,
αποφάσισα να εκδηλώσω πρώτη τα συναισθήματά μου. Του εξομολογήθηκα πως περνάω
υπέροχα μαζί του αλλά δεν είμαι σίγουρη αν έχουμε τις ίδιες επιθυμίες. Του
εκμυστηρεύτηκα τον έρωτά μου.
Σ’ εκείνο το σημείο, γκρεμίστηκαν
όλα μου τα όνειρα, μ’ εκείνο το ηλίθιο μήνυμα που έλαβα γι’ απάντηση. Μου έλεγε
πως με βλέπει φιλικά. Ξενέρωσα. Στεναχωρήθηκα. Δεν απομακρύνθηκα όμως. Απλά
περίμενα τη δική του κίνηση.
Μία εβδομάδα αργότερα, εμφανίστηκε
μπροστά μου φάντης μπαστούνης. Με αγκάλιασε, με φίλησε (στο μάγουλο, κλασικά)
και πήγαμε για έναν καφέ. Είπε πως δεν ήθελε να με χάσει από τη ζωή του.
«Είναι μοναδικό αυτό που έχουμε και
δε θέλω να το χαλάσω», έλεγε συνεχώς. Το δέχτηκα.
Το Ναύπλιο-Αθήνα, το είχα κάνει
Παγκράτι-Κολιάτσου. Κάθε Σαββατοκύριακο ήμουν εκεί.
Ύστερα τα Χριστούγεννα.
Και την Πρωτοχρονιά.
Λειτουργούσαμε σαν ζευγάρι. Δε
διαφέραμε σε τίποτα. Μοιάζαμε πολύ πιο ερωτευμένοι από πολλά ζευγάρια που
γνώριζα. Μόνο που δεν ήμασταν. Η μόνη μας διαφορά, το ερωτικό κομμάτι. Δε μ’
ενοχλούσε. Με πονούσε μόνο, που φλέρταρε με άλλες κοπέλες. Αλλά η δική μας
σχέση, ήταν μοναδική. Καμιά δε θα συγκρινόταν μαζί μου.
Πέρασαν οι μήνες, ερχόταν Αθήνα,
πήγαινα Ναύπλιο. Όλα γνωστά. Καλά, ήρεμα. Ώσπου μια μέρα, αποφάσισε να
δοκιμάσει να δει πως θα ναι να ’μαστε κανονικό ζευγάρι.
Και μου το ζήτησε.
Η περιγραφή των συναισθημάτων μου
φαντάζομαι είναι περιττή. Μου έκανε έκπληξη. Δεν ήξερα πώς να τον χαιρετίσω.
Περίμενα να με φιλήσει...
Κοιταχτήκαμε στα μάτια, γεμάτοι
αμηχανία. Γύρω μας, οι φίλοι μας. Σταθήκαμε στο κέντρο ενός κύκλου κι έτσι
δώσαμε το πρώτο μας φιλί.
Ένας μήνας πέρασε. Η σχέση μας δεν
άλλαξε διόλου. Μόνη αλλαγή, τα φιλιά στο μάγουλο που μετατράπηκαν σε φιλιά στα
χείλη.
Ζούσα ένα όνειρο. Ήμασταν πράγματι
διδυμάκια. Σε αυτά που πιστεύαμε, στον τρόπο που μιλούσαμε, σε κοινές μας
εμπειρίες. Μονίμως ο ένας στο μυαλό του άλλου. Είχε φτάσει σε σημείο που μας
τρόμαζε.
Κι ένα απόγευμα, καθώς ψώνιζα το
δώρο του για του Αγ. Βαλεντίνου, έσκασε η βόμβα. Ήθελε να χωρίσουμε.
Προσπάθησε, έλεγε, αλλά δε του
βγήκε. Δεν ήθελε ν’ αλλάξει τίποτα μεταξύ μας. Προσπάθησε να με δει ερωτικά,
αλλά δεν μπόρεσε. Κλάματα, φασαρίες, χαμός. Η απάντησή μου προς εκείνον ένα
απλό «ok» που δήλωνε την κατάσταση στην
οποία βρισκόμουν.
Στεναχωρήθηκε. Δεν ήθελε να με
πληγώσει και το ήξερα. Αλλά το έκανε. Δεν άλλαξε τίποτα μεταξύ μας. Του έδωσα
το δώρο του κι εκείνος το δικό μου και συνεχίσαμε σαν «φίλοι».
Ποτέ δεν κατάλαβα πώς με όλα αυτά
που έκανε για μένα κι έτσι όπως μου φερόταν μπορούσε να με δει σαν φίλη. Απλά
το δέχτηκα.
Συνεχίσαμε να πηγαινοερχόμαστε και
να κοιμόμαστε αγκαλιά. Να τραγουδάμε, να περπατάμε χέρι-χέρι, να πειραζόμαστε
και να μιλάμε όλη μέρα στο τηλέφωνο.
Συνέχισε να με αποκαλεί «αγάπη του,
λατρεία του, ματάκια του» κτλ. Κι εγώ το ίδιο.
Μια ιδιαίτερη σχέση, που ποτέ,
κανένας δεν μπόρεσε να την καταλάβει. Ούτε καν εγώ η ίδια.
Χαθήκαμε έπειτα από έναν χρόνο,
διότι οι σύντροφοί μας δεν μπορούσαν να δεχτούν την σχέση μας.
Τον συνάντησα πριν λίγο καιρό,
ήπιαμε καφέ και είπαμε τα νέα μας. Αγκαλιαστήκαμε κι αναπολήσαμε τα παλιά. Έχω
ακόμα εκείνο το κουτάκι που φυλάει όλα του τα γράμματα.
Πού και πού το ανοίγω, τα διαβάζω,
νοσταλγώ και χαμογελάω.
Δεν ξέρω τι
θα έκαναν άλλοι στη θέση μου και πώς θα το αντιμετώπιζαν. Αυτό που μπορώ να πω
με σιγουριά όμως, είναι πως κάποιοι έρωτες, όταν δεν ολοκληρώνονται, μένουν
ανόθευτοι κι αλώβητοι στο χρόνο.
Αναλλοίωτοι κι αλησμόνητοι.
Και είμαι χαρούμενη που έχω ζήσει έναν τέτοιον έρωτα.