Πολλές
φορές χρονολογούμε γεγονότα στη ζωή μας όπως έκαναν οι αρχαίοι – τη χρονιά που
έγινε το τάδε. Άλλοι θυμούνται σημαντικά
παγκόσμια γεγονότα εστιάζοντας στο πού ήταν οι ίδιοι. Εσύ πού ήσουν όταν έγινε
η έκρηξη στο Τσερνομπίλ ή όταν έπεσαν οι Δίδυμοι Πύργοι;
Εγώ θυμάμαι
ότι η γιαγιά μου πέθανε τη χρονιά που βγήκε στον κινηματογράφο το Τζουράσικ
Πάρκ. Ήταν να πάω να το δω, πέθανε η γιαγιά μου και δεν το είδα. Και ακόμα δεν
το έχω δει, ούτε αυτό, ούτε καμία από τις επόμενες ταινίες της σειράς. Φανταστείτε
να βγαίνουν τα δεινοσαυράκια από τις φυλλωσιές και εγώ να κλαίω!
Η γιαγιά σου είναι ο άνθρωπος που σε μεγάλωσε,
σε πήρε αγκαλιά, σε παρηγόρησε. Καμιά φορά χωρίς να ξέρει ή να
καταλαβαίνει γιατί ακριβώς είσαι όπως είσαι. Είναι ο άνθρωπος που σε είδε να κάνεις τα πρώτα σου βήματα και εκείνη
που στεκόταν στην άκρη του δρόμου και σε παρακολουθούσε όταν έπαιζες στη
γειτονιά για να σε προσέχει μη πάθεις τίποτα.
Αν η μάνα
έχει δέκα μάτια να παρακολουθεί τα παιδιά της, η γιαγιά έχει είκοσι. Είναι
εκείνη που σου ‘λεγε ότι περιμένει να σε καμαρώσει νυφούλα από τότε που ήσουν
πέντε χρονών. Πολλές φορές η γιαγιά σου είπε κάτι και την άκουσες. Μπορεί να σου
είχε πει ακριβώς το ίδιο και η μαμά σου αλλά εκεί «κλώτσησες». Η γιαγιά όμως
είναι αλλιώς.
Και στη
γιαγιά αντιμίλησες καμιά φορά «Αυτές ήταν άλλες εποχές, γιαγιά» αλλά δεν
τσακώθηκες όπως με τη μαμά. Στη γιαγιά έπαιξες το πρώτο τραγούδι που έμαθες
στην κιθάρα και εκείνη σε καμάρωνε και χτυπούσε παλαμάκια. Είναι εκείνη που σου πήρε την κούκλα που ήθελες τα Χριστούγεννα και
εκείνη που σου ‘στειλε κρυφά 100 ευρώ όταν πήγες φοιτητής και τα έκανες θάλασσα
και ξέμεινες πριν βγει ο μήνας, αλλά δεν ήθελες να τα ακούσεις από τους γονείς
σου.
Είναι
εκείνη που θυμάσαι όταν βλέπεις κολόνια Μυρτώ και ακόμα νομίζεις ότι μυρίζεις
το λεμόνι στα χέρια της. Γιατί μπορεί η Μυρτώ να μην είχε το άρωμα και το
μπουκάλι με το ωραίο καπάκι της κολόνιας της μαμάς σου, αλλά ήταν το μπουκάλι
που επιτρεπόταν να ακουμπήσεις και σου ‘ριχνε η γιαγιά και μερικές σταγόνες
όταν σου έκανε τα μαλλιά κοτσιδάκια. Είναι εκείνη που πάντα σου έφτιαχνε
πατάτες τηγανητές και ποπ-κορν και τίποτα δεν ήταν ποτέ μπελάς και εκείνη που
δε φώναξε και ας μπήκες με τα βρώμικα παπούτσια μόλις είχε σφουγγαρίσει.
Όμως η
γιαγιά είναι και εκείνη που είδες να αλλάζει και να γερνάει και να μη μπορεί να
βγει στη γειτονιά να σε περιμένει στο δρόμο, όπως έκανε πάντα, όταν γύριζες στο
πατρικό σου. Είναι εκείνη που έπαθε άνοια ή Αλτζχάιμερ ή Πάρκινσον ή όλα μαζί
και χρειαζόταν φάρμακα και έξτρα φροντίδα. Και ίσως ήταν εκείνη που τα ‘χασε
τόσο πολύ που έλεγε τις ίδιες ιστορίες ξανά και ξανά ή δεν ήθελε να πάρει τα
φάρμακά της γιατί νόμιζε ότι είναι πολύ καλά και θέλουν να τη δηλητηριάσουν.
Εκείνη που
έβαλε τα γυαλιά της στο ψυγείο και μετά τα έψαχνε ή που έκανε κατά λάθος
απόψυξη. Εκείνη που πήρε τους δρόμους ξαφνικά και τη χάσατε και τρέχατε σα
τρελοί αλλά μετά, όταν τη βρήκατε, στο παγκάκι στο πάρκο να μιλάει σε μια
άγνωστη γυναίκα, της φωνάξατε. Είναι εκείνη που προς το τέλος σε κοίταζε
παράξενα, αν και ακόμα φιλικά, και σε ρωτούσε ποιά είσαι γιατί δε σε αναγνώριζε
πια...
Είναι
εκείνη που ίσως τελικά χειροτέρευσε τόσο πολύ που χρειαζόταν βοήθεια μέσα στο
σπίτι ή αλλού -και πόσο δύσκολη είναι αυτή η απόφαση από κάθε πλευρά! Οίκος
ευγηρίας (ευ; -πόσο κρυβόμαστε πίσω από τις λέξεις!) ή «να πάρουμε γυναίκα»;
Είναι
εκείνη που τη μια στιγμή νόμιζε ότι οι Γερμανοί ξανάρχονται και πρέπει να
κρύψετε το ρύζι και την άλλη καθόταν στο παράθυρο και με μια τρομερή διαύγεια
έλεγε «το ξέρω πως γέρασα και σας είμαι βάρος».
Και τελικά
ήταν μια ξένη γυναίκα που άκουγε (ή έκανε πως άκουγε) τις ίδιες ιστορίες ξανά
και ξανά και όχι εσύ. Εσύ δε μπόρεσες να
είσαι εκεί για να ανταποδώσεις τα παλαμάκια, τη Μυρτώ, τις τηγανητές πατάτες.
Αν και δεν ήταν οι τηγανητές πατάτες που έλειψαν ποτέ στη γιαγιά...
Πόσο δύσκολο
να θυμηθεί κανείς κάτι τέτοιες δύσκολες στιγμές ότι πρόκειται για το ίδιο άτομο
- εκείνη που είχε την υπομονή που δεν είχες ούτε εσύ, ούτε εγώ. Είναι μια υπομονή και μια κατανόηση που
έρχεται με τα χρόνια. Δε μπορείς να τη βιάσεις. Δεν έχει σημασία πόσες φορές
μπορεί να σε συμβουλεύσει κανείς. Κάθε σπιθαμή του χαρακτήρα σου θέλει το
χρόνο της και κάποια πράγματα γίνονται, δια μαγείας, μόνο τη σωστή στιγμή. Αυτή
η υπομονή είναι χαραγμένη σε κάθε ρυτίδα, σε κάθε γεγονός της ζωής σου πριν
γίνεις γιαγιά.
Αν του παιδιού σου το παιδί είναι δυο φορές
παιδί σου, πώς να μην θυμάσαι πάντα με αγάπη τον άνθρωπο που ήταν δυο φορές
μάνα σου;