Από τη μια το στήθος μου
φουσκώνει από περηφάνια. Από την άλλη, ο πόνος μου τρώει τα σωθικά. Ό,τι κι αν
έχεις ακούσει για τη μάστιγα των ναρκωτικών, πλανάται σε αφηρημένο επίπεδο,
ακαδημαϊκές συζητήσεις. Αν δεν το έχεις ζήσει από κοντά δε μπορείς ν' αντιληφθείς τη φρίκη.
Ο λόγος για δυο καλούς μου φίλους. Ίδιο θέμα, διαφορετικός
οικογενειακός περίγυρος, άλλοι χαρακτήρες, εκ διαμέτρου διαφορετική κατάληξη.
Τους έζησα από κοντά και τους δύο στα γυρίσματα της δοκιμασίας τους. Ο ένας
καθάρισε και διαπρέπει, ο άλλος δεν ξέρω πια αν ζει…
Ο πρώτος, ας τον ονομάσουμε Αλέξη, ένα παιδί πανέξυπνο και
φιλοπερίεργο, έπεσε λόγω περιέργειας, κακές παρέες τον πλεύρισαν. Δεν άργησε
πολύ να καταλήξει στην Ομόνοια, να κλέβει περαστικούς και να παίρνει πίπες σε
αγνώστους για να βγάλει τη δόση του. Ένα εικοσιτριάχρονο παλικάρι, καμένο. Το
φαντάζεσαι;
Οι γονείς του σε απόγνωση, έτρεχαν να ενημερωθούν για να
ξεμπλέξουν το γιο τους. Τελικά τον έβαλαν σ᾽ ένα κέντρο αποτοξίνωσης. Εκεί λίγο-λίγο
καθάρισε και άρχισε να απολαμβάνει απλές χαρές.
Ήρθε σε επαφή με την τέχνη, άρχισε να ονειρεύεται ξανά.
Προσπάθησε, καθάρισε και βγήκε. Απομακρύνθηκε από παλιά λημέρια και παρέες,
έπιασε δουλειά και ξεκίνησε μία σχολή στο αντικείμενο που λάτρεψε, τη
φωτογραφία. Άρχισε να μαθαίνει και να δημιουργεί. Έπιασε πάτο, αλλά έδωσε μια
και εκτοξεύτηκε στ᾽ αστέρια!
Δε ντρέπεται για ό,τι έκανε κι όσα πέρασε, ούτε το κρύβει. Παίρνει
δύναμη από τον εφιάλτη που νίκησε και δίνει άλλες μάχες. Σήμερα είναι
καταξιωμένος στο χώρο του, ασχολείται και με τη μουσική και είναι
περιστοιχισμένος από αληθινούς φίλους. Χαμογελάει.
Θυμάμαι ακόμα έντονα μια βόλτα μας για καφέ στα Εξάρχεια. Καθώς
φεύγαμε, μας πλησίασε ένα παλικάρι. Άρχισαν να μιλούν φιλικά. Στο τέλος, ο
νεαρός του ζήτησε δανεικά χρήματα.
Μετά που απομακρύνθηκε, μου είπε:
«Τον βλέπεις; Ήμασταν μαζί για αποτοξίνωση. Αυτή τη στιγμή, μόνο εγώ κι αυτός
έχουμε απομείνει ζωντανοί από τα άτομα που ήμασταν μαζί μέσα στο κέντρο. Κι απ᾽
ό,τι βλέπω κι αυτός ξανακύλησε».
Λίγες μέρες μετά ο φίλος του
βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση.
Θυμήθηκα αυτή την κουβέντα μας αργότερα, όταν έμπλεξε ένας άλλος
μου φίλος, ας τον πούμε Γιώργο. Μεγαλώσαμε μαζί, στην ίδια γειτονιά. Είχε
τεράστια γαλάζια μάτια κι ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο στα χείλη. Είχαν
μετακομίσει πρόσφατα, αφού συνέλαβαν τον πατέρα του για κλοπή.
Στιγματισμένος από τα μικράτα του, μόνο με τη μητέρα του, δεν
άργησε να διαμορφώσει ένα περίεργο χαρακτήρα. Άλλαζε δουλειές σαν πουκάμισα και
δε στέργιωνε πουθενά.
Η εύκολη λύση βρέθηκε κι άρχισε
να σπρώχνει μαύρο. Μετά από λίγους μήνες τον τσίμπησαν και τον έχωσαν μέσα.
Εκεί ήταν που έπεσε στα σκληρά.
Βγήκε και μετά από λίγο καιρό, πήγε σε κέντρο απεξάρτησης.
Καθάρισε και γύρισε. Θυμάμαι το χαμένο βλέμμα του, όταν ξανακύλησε. Έβγαζε
βόλτα το σκύλο του και ήταν ο σκύλος που τον έσερνε. Ο Γιώργος χαμένος μες στο
νου του. Με δυσκολία του μιλούσες. Ταξίδευε αλλού.
Μπήκε λοιπόν για απεξάρτηση, καθάρισε και μπήκε σε μια σχολή σε
άλλο μέρος της Ελλάδας. Δεν γύρισε, δεν ήθελε να ξαναμπλέξει. Βρήκε δουλειά και
έκανε τα πρώτα βήματα σε μια νέα ζωή.
Όμως η μητέρα του ήταν εδώ. Κάποια στιγμή, μετά από δύο χρόνια
ξαναγύρισε. Αποφράδα μέρα… Οι παλιοί γνώριμοι τον πλεύρισαν και δεν μπόρεσε ν᾽
αντισταθεί.
Η τελευταία εικόνα του που έχω, είναι να κάθεται σ᾽ ένα παγκάκι
στο πάρκο που παίζαμε, σκελετωμένος, με σώμα χυμένο. Ένα χαμόγελο υπήρχε στα
χείλη του, μόνο που θύμισε γκριμάτσα. Αποκάλυπτε δόντια σάπια και δεν έφτανε
στα μάτια του.
Έλεγε παλιά ότι ήθελε να ζήσει όλες τις εμπειρίες, καλές και
κακές, που θα του φέρει η ζωή. Αλήθεια, αυτά τα παιδιά πόσες καλές εμπειρίες
προλαβαίνουν να ζήσουν; Δυστυχώς ο Αλέξης είναι η εξαίρεση κι ο Γιώργος ο
κανόνας.