Από τις μέρες που προσπαθείς (να κάνεις) το μυαλό σου να βγάλει τον σκασμό. Κανένα νόημα. Καμία άρτια πρόταση. Συγχυσμένες φράσεις πόνου κι οργής. Αποτυπωμένες μόνο οι εξομολογήσεις ενός άγνωστου προσώπου που το μοναδικό μας κοινό ήσουν εσύ.
Πως τα φέρνει έτσι η ζωή. Σε μία τόσο δα στιγμή να γκρεμίζονται όλα. Να μην πιστεύεις στ’ αυτιά σου. Για ποια εμπιστοσύνη μου μιλάς; Ναι, μπορεί να τρελάθηκα. Τι σου είναι άλλωστε μία βίδα;! Και πως υποτίθεται δηλαδή ότι θα έπρεπε ν’ αντιδράσω. Ποια θα ήταν η λογική στάση;
Η απόλυτη ευτυχία, σε κλάσματα δευτερολέπτων, μετατράπηκε σε αφόρητη μοναξιά. Η καρδιά μου έκανε ένα «κρακ» και σχίστηκε στα δύο. Μέρες τώρα νιώθω το σώμα μου μουδιασμένο και τα πόδια μου να μη με κρατάνε.
Δε θέλω να σε δω. Δε θέλω να μου εξηγήσεις. Δε θέλω να σε καταλάβω ή να σε πιστέψω.
Μιλούσε για σένα γεμάτη ενθουσιασμό. Μετρούσατε κάποιους μήνες επικοινωνίας κι όλα έδειχναν να σας θέλουν μαζί. Είχατε πάει κι εκδρομή κι είχε γνωρίσει και τους φίλους σου. Όπως κι εσύ τη δική της παρέα που σε λάτρευε.
Δεν ξέρω τι με πείραξε πιο πολύ. Ότι δεν είχες τα’ αρχίδια να με στείλεις μια ώρα αρχύτερα. Ότι εκμεταλλεύτηκες ό,τι έδινα κι έχτιζες την τέλεια εικόνα σου μέσα από μένα. Το γεγονός πως υποτίμησες τη νοημοσύνη μου ή που μαζί μου δεν έβρισκες χρόνο για εκδρομές και το πρόσωπό μου είχε καιρό να ζωγραφιστεί με χαμόγελα που να φανερώνουν την ύπαρξή σου στη ζωή μου.
Πόσο καλά μ’ έκρυψες. Κι απ’ τον κόσμο σου κι από μέσα σου. Οφείλω να σε συγχαρώ. Αρσενική πουτάνα, ξεκάθαρα. Τι περίμενες; Να το βουλώσω και να κατευνάσω τον θυμό μου; Να εξετάσω πάλι τις οπτικές γωνίες, ως συνήθως, και να το συζητήσω πολιτισμένα;
Άλλαξα. Με άλλαξες. Μέσα σε μόλις λίγα λεπτά κατέστρεψες τα πάντα. Κλόνισες όλο τον εσωτερικό μου κόσμο και θαρρώ πως σκλήρυνα περισσότερο. Αλώβητη πλέον σε κάθε προσπάθεια μετάνοιας.
Είδες πόσο εύκολα εξαφανίστηκα και ψάχνεις το γιατί. Κι αυτό που παίρνεις σαν απάντηση είναι απλά σιωπή.
Θα φοβηθείς τη σιωπή μου. Στ’ ορκίζομαι.